μακροτέρως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=makrote/rws
|Beta Code=makrote/rws
|Definition=Adv. Comp. of [[μακρός]], [[for a longer time]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.117</span>; [[to a greater degree]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>258c</span>; [[at greater length]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1410b18</span>:
|Definition=Adv. Comp. of [[μακρός]], [[for a longer time]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.117</span>; [[to a greater degree]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>258c</span>; [[at greater length]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1410b18</span>:
}}
{{bailly
|btext=v. [[μακρῶς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροτέρως''': Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[μακρός]], περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.
|lstext='''μακροτέρως''': Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[μακρός]], περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.
}}
{{bailly
|btext=v. [[μακρῶς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροτέρως Medium diacritics: μακροτέρως Low diacritics: μακροτέρως Capitals: ΜΑΚΡΟΤΕΡΩΣ
Transliteration A: makrotérōs Transliteration B: makroterōs Transliteration C: makroteros Beta Code: makrote/rws

English (LSJ)

Adv. Comp. of μακρός, for a longer time, Hp.Prorrh.1.117; to a greater degree, Pl.Sph.258c; at greater length, Arist.Rh.1410b18:

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek (Liddell-Scott)

μακροτέρως: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ μακρός, περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.

Greek Monolingual

μακροτέρως (Α)
επίρρ.
1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο
2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό
3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.

Greek Monotonic

μακροτέρως: συγκρ. επίρρ. του μακρός, πέρα, περαιτέρω, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

[comp. of μακρός
beyond, further, Plat., etc.