νομευτικός: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nomeutiko/s | |Beta Code=nomeutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pastoral]], <b class="b3">ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>267b</span>, <span class="bibl">267d</span>; [[νομευτική]] alone, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>9.54</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[skilled in grazing]], ib.<span class="bibl">14.16</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pastoral]], <b class="b3">ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>267b</span>, <span class="bibl">267d</span>; [[νομευτική]] alone, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>9.54</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[skilled in grazing]], ib.<span class="bibl">14.16</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les pâtres <i>ou</i> le métier de pâtre, pastoral;<br /><b>2</b> habile à faire paître le bétail.<br />'''Étymologie:''' [[νομεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομέα, ν. [[ἐπιστήμη]], ν. τέχναι, αἱ ἀσχολίαι τῆς ποιμενικῆς ζωῆς, τὸ ποιμαίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 267Β, D. IV. ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ βόσκειν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 16. | |lstext='''νομευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομέα, ν. [[ἐπιστήμη]], ν. τέχναι, αἱ ἀσχολίαι τῆς ποιμενικῆς ζωῆς, τὸ ποιμαίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 267Β, D. IV. ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ βόσκειν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:07, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A pastoral, ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι, Pl.Plt.267b, 267d; νομευτική alone, Ael.NA9.54. II skilled in grazing, ib.14.16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les pâtres ou le métier de pâtre, pastoral;
2 habile à faire paître le bétail.
Étymologie: νομεύω.
Greek (Liddell-Scott)
νομευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομέα, ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι, αἱ ἀσχολίαι τῆς ποιμενικῆς ζωῆς, τὸ ποιμαίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 267Β, D. IV. ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ βόσκειν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 16.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νομευτικός, -ή, -όν) νομεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, ποιμενικός
νεοελλ.
κατάλληλος για βοσκή («νομευτικά φυτά»)
αρχ.
1. έμπειρος στη βοσκή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νομευτική
η τέχνη να βόσκει κάποιος.
Russian (Dvoretsky)
νομευτικός: пастушеский (τέχνη Plat.): ὁ ν. νεανίσκος Plut. пастушок.