μηχανοποιός: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] Maschinen verfertigend; Ar. Pax 174; Plat. Gorg. 512 b; Xen. Cyr. 6, 1, 22 u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] Maschinen verfertigend; Ar. Pax 174; Plat. Gorg. 512 b; Xen. Cyr. 6, 1, 22 u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηχᾰνοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων μηχανὰς πολεμικάς, Πλάτ. Γοργ. 512Β, ξεν. Κύρ. 1, 22 κτλ.· ὁ μηχανικὸς τοῦ θεάτρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 174, πρβλ. Ἀποσπ. 234. | |lstext='''μηχᾰνοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων μηχανὰς πολεμικάς, Πλάτ. Γοργ. 512Β, ξεν. Κύρ. 1, 22 κτλ.· ὁ μηχανικὸς τοῦ θεάτρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 174, πρβλ. Ἀποσπ. 234. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A maker of engines or machines, engineer, Pl.Grg.512b, X.Cyr.6.1.22, Ostr.Bodl. i 304 (ii B. C.), Sallust.8. 2 machinist of the theatre, Ar.Pax 174, Fr. 188. 3 metaph., μ. τῆς ὅλης ὑποθέσεως Jul.Or.2.59b. II Adj. μ. πλῆθος multitude of siege-engines, Memn.37.
German (Pape)
[Seite 181] Maschinen verfertigend; Ar. Pax 174; Plat. Gorg. 512 b; Xen. Cyr. 6, 1, 22 u. A.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.
Étymologie: μηχανή, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων μηχανὰς πολεμικάς, Πλάτ. Γοργ. 512Β, ξεν. Κύρ. 1, 22 κτλ.· ὁ μηχανικὸς τοῦ θεάτρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 174, πρβλ. Ἀποσπ. 234.
Greek Monolingual
ο (Α μηχανοποιός)
νεοελλ.
αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο μηχανουργός
αρχ.
1. αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές
2. ο μηχανικός του θεάτρου
3. μτφ. δράστης ή αίτιος μιας κατάστασης από δική του επίνοια και ενέργεια
4. φρ. «μηχανοποιὸν πλῆθος» — πλήθος πολιορκητικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ποιός].
Greek Monotonic
μηχᾰνοποιός: ὁ (ποιέω), μηχανικός, κατασκευαστής πολεμικών μηχανών, σε Πλάτ., Ξεν.· μηχανικός θεάτρου (χειριστής θεατρικών μηχανημάτων), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνοποιός: ὁ
1) механик, инженер Plat., Xen., Plut.;
2) (театральный), машинист Arph.
Middle Liddell
μηχᾰνο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
an engineer, maker of war-engines, Plat., Xen.: a theatrical machinist, Ar.