κινδυνώδης: Difference between revisions
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1440.png Seite 1440]] ες, <b class="b2">gefährlich, gefahrvoll</b>; καὶ [[ἐπισφαλής]] Pol. 8, 22, 3; [[πόλεμος]] Plut. Caes. 25 u. sonst öfter bei Sp. – Auch adv., τὸ [[πέλαγος]] ἐπιπόνως καὶ κινδυνωδῶς διανύσας D. H. 7, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1440.png Seite 1440]] ες, <b class="b2">gefährlich, gefahrvoll</b>; καὶ [[ἐπισφαλής]] Pol. 8, 22, 3; [[πόλεμος]] Plut. Caes. 25 u. sonst öfter bei Sp. – Auch adv., τὸ [[πέλαγος]] ἐπιπόνως καὶ κινδυνωδῶς διανύσας D. H. 7, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />dangereux, hasardeux.<br />'''Étymologie:''' [[κίνδυνος]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κινδῡνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐπικίνδυνος, [[πλήρης]] κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6. | |lstext='''κινδῡνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐπικίνδυνος, [[πλήρης]] κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, dangerous, Hp.Prog.14, Art.65 (Comp.); κ. καταφοραί Plb.8.20.3; τὸ κινδυνώδες, τὰ κινδυνώδη, J.AJ15.4.2, 14.8.2 (Sup.); κ. λόγοι Max. Tyr.24.5. Adv. κινδυνωδῶς = dangerously D.H.7.6, Gal.8.762.
German (Pape)
[Seite 1440] ες, gefährlich, gefahrvoll; καὶ ἐπισφαλής Pol. 8, 22, 3; πόλεμος Plut. Caes. 25 u. sonst öfter bei Sp. – Auch adv., τὸ πέλαγος ἐπιπόνως καὶ κινδυνωδῶς διανύσας D. H. 7, 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
dangereux, hasardeux.
Étymologie: κίνδυνος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
κινδῡνώδης: -ες, (εἶδος) ἐπικίνδυνος, πλήρης κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ κινδυνώδης, -ῶδες) κίνδυνος
αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο επικίνδυνος («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῑς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», Πολ.).
επίρρ...
κινδυνωδώς (Α κινδυνωδῶς)
με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ πέλαγος... κινδυνωδῶς διανύσας», Δίον. Αλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινδυνώδης -ες [κίνδυνος] comp. - έστερος, gevaarlijk, riskant.
Russian (Dvoretsky)
κινδῡνώδης: полный опасностей, опасный (κ. καὶ ἐπισφαλής Polyb.; πόλεμος Plut.).