πάσσαξ: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
m (Text replacement - "\n" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0532.png Seite 532]] ακος, ὁ, seltnere Nebenform von [[πάσσαλος]], Ar. Ach. 763; VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0532.png Seite 532]] ακος, ὁ, seltnere Nebenform von [[πάσσαλος]], Ar. Ach. 763; VLL.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πάσσαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάσσαξ''': -ᾱκος, ὁ, σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[πάσσαλος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 763. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 380.
|lstext='''πάσσαξ''': -ᾱκος, ὁ, σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[πάσσαλος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 763. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 380.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πάσσαλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάσσαξ Medium diacritics: πάσσαξ Low diacritics: πάσσαξ Capitals: ΠΑΣΣΑΞ
Transliteration A: pássax Transliteration B: passax Transliteration C: passaks Beta Code: pa/ssac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, Megar. form of πάσσαλος, Ar.Ach.763.

German (Pape)

[Seite 532] ακος, ὁ, seltnere Nebenform von πάσσαλος, Ar. Ach. 763; VLL.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
c. πάσσαλος.

Greek (Liddell-Scott)

πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ πάσσαλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 763. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 380.

Greek Monolingual

-ακος, ό, Α
(μεγαρικός τ.) πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ- του πάσσαλος + επίθημα -αξ (πρβλ. πόρπ-αξ)].

Greek Monotonic

πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ = πάσσαλος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάσσαξ -ᾱκος, ὁ [~ πάτταλος] Megarisch voor πάτταλος, (betekenis onzeker) tentharing of uiteinde van speer. Aristoph. Ach. 763.

Russian (Dvoretsky)

πάσσαξ: ᾱκος ὁ Arph. = πάσσαλος 1.

Middle Liddell

πάσσαξ, ᾱκος, = πάσσαλος, Ar.]