περίφορος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] ἡ, = [[περιφορά]], ἡλίου Luc. astrol. 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] ἡ, = [[περιφορά]], ἡλίου Luc. astrol. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />mouvement circulaire, révolution d'un astre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίφορος''': ἡ, ἐν Ψευδο-Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 5˙ ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περιφορὰ ἢ [[περίοδος]]. | |lstext='''περίφορος''': ἡ, ἐν Ψευδο-Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 5˙ ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περιφορὰ ἢ [[περίοδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A carried about by passing impulse, M.Ant.1.15. II Subst. περίφορος, ἡ, f.l. for περιφορά or περίοδος in Luc.Astr.5.
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, = περιφορά, ἡλίου Luc. astrol. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
mouvement circulaire, révolution d'un astre.
Étymologie: περιφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
περίφορος: ἡ, ἐν Ψευδο-Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 5˙ ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περιφορὰ ἢ περίοδος.
Greek Monolingual
-ον, Α περιφέρω
αυτός που περιφέρεται, που περιστρέφεται γρήγορα.
Russian (Dvoretsky)
περίφορος: ὁ круговое движение, вращение (ἡλίου Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίφορος -ου, ἡ [περιφέρω] subst. omwenteling:. ἡ τοῦ ἠελίου περίφορος de omwenteling van de zon Luc. 48.5.