πολυτερπής: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />très agréable, charmant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τέρπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠτερπής''': -ές, ὁ πολὺ [[τερπνός]], [[λίαν]] εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C. | |lstext='''πολῠτερπής''': -ές, ὁ πολὺ [[τερπνός]], [[λίαν]] εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A much-delighting, ὕμνοι AP9.504; Ἔρως Orph.Fr.168.9, 169. II much-delighted, ἀκουαί Nonn.D.10.236.
German (Pape)
[Seite 674] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très agréable, charmant.
Étymologie: πολύς, τέρπω.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτερπής: -ές, ὁ πολὺ τερπνός, λίαν εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῖς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τερπής (< τέρπω)].
Greek Monotonic
πολῠτερπής: -ές (τέρπω), πολύ ευχάριστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολυτερπής: восхитительный, очаровательный (ὕμνοι Anth.).