πλινθουργός: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0637.png Seite 637]] Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0637.png Seite 637]] Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />briquetier.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλινθουργός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, [[κατασκευάζω]] πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλινθεία]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8). | |lstext='''πλινθουργός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, [[κατασκευάζω]] πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλινθεία]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, brickmaker, Pl. Tht.147a, Gal.4.618, etc.
German (Pape)
[Seite 637] Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
briquetier.
Étymologie: πλίνθος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλινθεία, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].
Greek Monotonic
πλινθουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πλινθουργός: ὁ кирпичный мастер, кирпичник Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.
Middle Liddell
πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a brickmaker, Plat.