πολυέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] vielfach gewunden, übh. mannichfach, [[ἡδονή]], Eur. Phoen. 319.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] vielfach gewunden, übh. mannichfach, [[ἡδονή]], Eur. Phoen. 319.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s'enroule plusieurs fois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυέλικτος''': -ον, ὁ πολὺ [[ἑλικτός]], [[ἔντερον]] Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.
|lstext='''πολυέλικτος''': -ον, ὁ πολὺ [[ἑλικτός]], [[ἔντερον]] Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s'enroule plusieurs fois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέλικτος Medium diacritics: πολυέλικτος Low diacritics: πολυέλικτος Capitals: ΠΟΛΥΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: polyéliktos Transliteration B: polyeliktos Transliteration C: polyeliktos Beta Code: polue/liktos

English (LSJ)

ον, A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13. II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.

German (Pape)

[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s'enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυέλικτος, -ον, ΜΑ
(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.)
(

Greek Monotonic

πολυέλικτος: -ον, πολύ συσπειρωμένος, πολυέλικτος ἁδονά, ευχαρίστηση, ηδονή του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.

Russian (Dvoretsky)

πολυέλικτος: досл. весьма извилистый, перен. разнообразнейший (ἡδονή Eur.).

Middle Liddell

πολυ-έλικτος, ον,
much convoluted, πολ. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, Eur.