προαγωνιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui combat avant, devant.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωνίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προαγωνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὑπὲρ]] ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, [[πρόμαχος]], Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416.
|lstext='''προαγωνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὑπὲρ]] ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, [[πρόμαχος]], Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui combat avant, devant.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωνίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωνιστής Medium diacritics: προαγωνιστής Low diacritics: προαγωνιστής Capitals: ΠΡΟΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: proagōnistḗs Transliteration B: proagōnistēs Transliteration C: proagonistis Beta Code: proagwnisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who fights for another, champion, Str. 16.4.25, Ph.2.312,542, Luc.Salt.14, Jul.Or.2.87a; π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34.

German (Pape)

[Seite 705] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui combat avant, devant.
Étymologie: προαγωνίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προαγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπὲρ ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, πρόμαχος, Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προαγωνίζομαι
αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ.
β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.)
νεοελλ.
αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει μέρος σε έναν αγώνα.

Greek Monotonic

προᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] voorvechter.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωνιστής: οῦ ὁ
1) передовой боец Luc.;
2) борец, защитник (τοῦ μύθου Plut.).

Middle Liddell

προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,
one who fights for another, a champion, Plut.