προσφόρημα: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] τό, = [[προσφορά]]; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] τό, = [[προσφορά]]; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, assaisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[προσφορέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφόρημα''': τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12. | |lstext='''προσφόρημα''': τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό,= προσφορά (victuals) ΙΙΙ.2, E.El.423.
German (Pape)
[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.
Greek (Liddell-Scott)
προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α προσφορέω, προσφορῶ
τροφή, τρόφιμα.
Greek Monotonic
προσφόρημα: -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.
Russian (Dvoretsky)
προσφόρημα: ατος τό пища, еда Eur.
Middle Liddell
προσφόρημα, ατος, τό,
that which is set before one, victuals, Eur.