προχύτης: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] ὁ, = [[πρόχοος]], Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt [[προχύτης]] [[εἶδος]] ἐκπώματος; u. nach Philetas [[ἀγγεῖον]] ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] ὁ, = [[πρόχοος]], Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt [[προχύτης]] [[εἶδος]] ἐκπώματος; u. nach Philetas [[ἀγγεῖον]] ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />urne pour libations.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προχύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[λάγηνος]], «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· [[μάλιστα]] [[ὑδρία]] ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
|lstext='''προχύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[λάγηνος]], «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· [[μάλιστα]] [[ὑδρία]] ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />urne pour libations.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχύτης Medium diacritics: προχύτης Low diacritics: προχύτης Capitals: ΠΡΟΧΥΤΗΣ
Transliteration A: prochýtēs Transliteration B: prochytēs Transliteration C: prochytis Beta Code: proxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,= πρόχοος, jug, pitcher, Ion Lyr.2, Alexand.Com.4, Simaristus et Philet. ap. Ath.11.496c.

German (Pape)

[Seite 800] ὁ, = πρόχοος, Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt προχύτης εἶδος ἐκπώματος; u. nach Philetas ἀγγεῖον ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
urne pour libations.
Étymologie: προχέω.

Greek (Liddell-Scott)

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, λάγηνος, «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· μάλιστα ὑδρία ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ὁ, Α προχέω
η πρόχους.

Greek Monotonic

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, αγγείο για σπονδές, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προχύτης: ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.

Middle Liddell

προ-χῠ́της, ου, ὁ, = πρόχοος
an urn for libations, Eur.