πρόσορμος: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] ὁ, Anlandungsplatz, Strab. XIV.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] ὁ, Anlandungsplatz, Strab. XIV.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />lieu pour aborder, mouillage.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὅρμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσορμος''': ὁ, [[τόπος]] προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, [[τόπος]] ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.
|lstext='''πρόσορμος''': ὁ, [[τόπος]] προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, [[τόπος]] ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />lieu pour aborder, mouillage.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὅρμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:48, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσορμος Medium diacritics: πρόσορμος Low diacritics: πρόσορμος Capitals: ΠΡΟΣΟΡΜΟΣ
Transliteration A: prósormos Transliteration B: prosormos Transliteration C: prosormos Beta Code: pro/sormos

English (LSJ)

ὁ, = προσορμιστήριον (anchorage), Str. 14.3.8.

German (Pape)

[Seite 775] ὁ, Anlandungsplatz, Strab. XIV.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lieu pour aborder, mouillage.
Étymologie: πρός, ὅρμος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσορμος: ὁ, τόπος προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, τόπος ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσορμιστήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφ-ορμος].

Greek Monotonic

πρόσορμος: ὁ, τόπος απόβασης, αραξοβόλι, σε Στράβ.

Middle Liddell

πρόσ-ορμος, ὁ,
a landing-place, Strab.