σπάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] τό, ein abgerissenes oder abgebrochenes Stuck, wie es die Hunde abreißen; Soph. Ant. 1068; κόμας, Eur. Andr. 827; δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν, Bacch. 738; auch in sp. Prosa, κρημνῶν Plut. Mar. 23, κολοσσοῦ Philostr. soph. 2, 10, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] τό, ein abgerissenes oder abgebrochenes Stuck, wie es die Hunde abreißen; Soph. Ant. 1068; κόμας, Eur. Andr. 827; δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν, Bacch. 738; auch in sp. Prosa, κρημνῶν Plut. Mar. 23, κολοσσοῦ Philostr. soph. 2, 10, 1.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> déchirure, lambeau ; [[σπάραγμα]] λόγων PLUT fragments de discours ; σπαράγματα γραμμάτων PLUT abréviations;<br /><b>2</b> action de déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάραγμα''': τό, [[μέρος]] ἀπεσπασμένον, [[τεμάχιον]] ἐσχισμένον, [[τεμάχιον]], λωρίς, ὅσων σπαράγματα, πάντες ἐκεῖνοι ὅσων τὰ ἐσπαραγμένα πτώματα …, Σοφ. Ἀντ. 1081· [[σπάραγμα]] κόμας Εὐρ. Ἀνδρ. 826· γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπερμάτων τὰ δ’ ἀπὸ σπαραγμάτων, ἐκ κλάδων ἀπεσπασμένων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 11· σπ. κρημνῶν, ἀποσπάσματα κρημνῶν, ὄγκοι κρημνώδεις, Πλουτ. Μάρ. 23· σπ. στεφάνων, λόγων, ἀποσπάσματα, τεμάχια …, Πλούτ. 2. 463A, κτλ.· σπ. γραμμάτων, συντετμημέναι λέξεις, [[αὐτόθι]] 1011D. ΙΙ. = [[σπαραγμός]], τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν βιαίως, διασπαράττειν, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν Εὐρ. Βάκχ. 739.
|lstext='''σπάραγμα''': τό, [[μέρος]] ἀπεσπασμένον, [[τεμάχιον]] ἐσχισμένον, [[τεμάχιον]], λωρίς, ὅσων σπαράγματα, πάντες ἐκεῖνοι ὅσων τὰ ἐσπαραγμένα πτώματα …, Σοφ. Ἀντ. 1081· [[σπάραγμα]] κόμας Εὐρ. Ἀνδρ. 826· γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπερμάτων τὰ δ’ ἀπὸ σπαραγμάτων, ἐκ κλάδων ἀπεσπασμένων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 11· σπ. κρημνῶν, ἀποσπάσματα κρημνῶν, ὄγκοι κρημνώδεις, Πλουτ. Μάρ. 23· σπ. στεφάνων, λόγων, ἀποσπάσματα, τεμάχια …, Πλούτ. 2. 463A, κτλ.· σπ. γραμμάτων, συντετμημέναι λέξεις, [[αὐτόθι]] 1011D. ΙΙ. = [[σπαραγμός]], τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν βιαίως, διασπαράττειν, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν Εὐρ. Βάκχ. 739.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> déchirure, lambeau ; [[σπάραγμα]] λόγων PLUT fragments de discours ; σπαράγματα γραμμάτων PLUT abréviations;<br /><b>2</b> action de déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάραγμα Medium diacritics: σπάραγμα Low diacritics: σπάραγμα Capitals: ΣΠΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: spáragma Transliteration B: sparagma Transliteration C: sparagma Beta Code: spa/ragma

English (LSJ)

ατος, τό, A piece torn off, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, S.Ant.1081; σπάραγμα κόμας E. Andr.826 (lyr.); γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπέρματος τὰ δ' ἀπὸ σπαραγμάτων others from slips, Arist.GA761b28: pl., σ. κρημνῶν jagged fragments, Plu.Mar.23; σ. στεφάνων fragments of... Id.2.463a, etc.; γραμμάτων σπαράγμασι . . οἱ σπεύδοντες γράφουσι ib.1011d. II tearing, rending, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν E.Ba.739. III collect. in sg.,= λατύπη, SIG996.31 (Smyrna, prob. i A.D.).

German (Pape)

[Seite 916] τό, ein abgerissenes oder abgebrochenes Stuck, wie es die Hunde abreißen; Soph. Ant. 1068; κόμας, Eur. Andr. 827; δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν, Bacch. 738; auch in sp. Prosa, κρημνῶν Plut. Mar. 23, κολοσσοῦ Philostr. soph. 2, 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 déchirure, lambeau ; σπάραγμα λόγων PLUT fragments de discours ; σπαράγματα γραμμάτων PLUT abréviations;
2 action de déchirer.
Étymologie: σπαράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

σπάραγμα: τό, μέρος ἀπεσπασμένον, τεμάχιον ἐσχισμένον, τεμάχιον, λωρίς, ὅσων σπαράγματα, πάντες ἐκεῖνοι ὅσων τὰ ἐσπαραγμένα πτώματα …, Σοφ. Ἀντ. 1081· σπάραγμα κόμας Εὐρ. Ἀνδρ. 826· γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπερμάτων τὰ δ’ ἀπὸ σπαραγμάτων, ἐκ κλάδων ἀπεσπασμένων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 11· σπ. κρημνῶν, ἀποσπάσματα κρημνῶν, ὄγκοι κρημνώδεις, Πλουτ. Μάρ. 23· σπ. στεφάνων, λόγων, ἀποσπάσματα, τεμάχια …, Πλούτ. 2. 463A, κτλ.· σπ. γραμμάτων, συντετμημέναι λέξεις, αὐτόθι 1011D. ΙΙ. = σπαραγμός, τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν βιαίως, διασπαράττειν, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν Εὐρ. Βάκχ. 739.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σπαράσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαράσσω
2. κομμάτι αποσπασμένο από κάπου
νεοελλ.
μτφ. εκδήλωση σπαραγμού
αρχ.
λατύπη.

Greek Monotonic

σπάραγμα: -ατος, τό,
I. τμήμα που έχει αποσχισθεί, κομμάτι, απόκομμα, απόσπασμα· ὅσων σπαράγματα, όλοι αυτοί που τα κομματιασμένα τους πτώματα, σε Σοφ.· σπάραγμα κόμας, σε Ευρ.
II. = σπαραγμός, απόσχιση, βίαιη απόσπαση, θραύση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σπάραγμα: ατος τό (преимущ. pl.) кусок, лоскут Anth.: σ. κόμας Eur. клок волос; διαφέρειν τι σπαράγμασιν Eur. разрывать что-л. в клочья; κρημνῶν σπαράγματα Plut. обломки скал; σπαράγματα λόγων Plut. обрывки (фрагменты) речей.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπάραγμα -ατος, τό [σπαράττω] afgescheurd of afgerukt stuk, brokstuk:. σπάραγμα κόμας ( gen. ) θήσομαι ik zal mijn haren uitrukken Eur. Andr. 826 ( lyr. ). het in stukken scheuren:. ἄλλαι … δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν andere vrouwen trokken jonge koeien uiteen en scheurden ze in stukken Eur. Ba. 739.

Middle Liddell

σπάραγμα, ατος, τό,
I. a piece torn off, a piece, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, Soph.; σπάραγμα κόμας Eur.
II. = σπαραγμός, a tearing, rending, Eur.

English (Woodhouse)

fragment, mangling, piece torn off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)