στενόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] ion. [[στεινόω]], verengen, eng machen, Liban.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] ion. [[στεινόω]], verengen, eng machen, Liban.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />resserrer, rétrécir.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στενόω''': Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, [[περιορίζω]], [[συστέλλω]], στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. [[ἄλσος]] Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.
|lstext='''στενόω''': Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, [[περιορίζω]], [[συστέλλω]], στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. [[ἄλσος]] Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />resserrer, rétrécir.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόω Medium diacritics: στενόω Low diacritics: στενόω Capitals: ΣΤΕΝΟΩ
Transliteration A: stenóō Transliteration B: stenoō Transliteration C: stenoo Beta Code: steno/w

English (LSJ)

Ion. στεινόω, straiten, confine, contract, αὐτήν (the trachea) Gal.18(2).949; τὴν γαστέρα Lib.Decl.31.20; = angusto, Dosith.p.435K.:—mostly in Pass., ἐς στενώτερον ἐστενωμέναι (prob. f.l. for συνηγμέναι) Hp.VM22; ὄρη τὰς διεξόδους ἐστένωται have their outlets narrow, Hdn.8.1.6; στεινούμενον αὐλαῖς . . ἄλσος, sc. by comparison, AP9.656.13; cf. στεγνόω 11.2: metaph., to be in difficulty, τοῖς στιχουργήμασι Sch.Lyc.324.

German (Pape)

[Seite 936] ion. στεινόω, verengen, eng machen, Liban.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
resserrer, rétrécir.
Étymologie: στενός.

Greek (Liddell-Scott)

στενόω: Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, περιορίζω, συστέλλω, στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. ἄλσος Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.

Greek Monotonic

στενόω: Ιων. στεινόω, κάνω κάτι στενό, στενεύω, περιορίζω, συμμαζεύω· στην Παθ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στενόω: ион. στεινόω стеснять, суживать: στενούμενός τινι Anth. стесненный чем-л.

Middle Liddell

to straiten:—in Pass., Anth.