συλέω: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] = [[συλάω]]; D. Hal. 1, 28; Inscr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] = [[συλάω]]; D. Hal. 1, 28; Inscr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συλάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡλέω''': [[συλάω]], Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., [[κλέπτω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ [[ἀπελευθέρωσις]] δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6. | |lstext='''σῡλέω''': [[συλάω]], Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., [[κλέπτω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ [[ἀπελευθέρωσις]] δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:07, 2 October 2022
English (LSJ)
= συλάω, Q.S.1.717; ῥήματα σ. ἀλλήλους dub. in Xanth.1:—Med., steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. rescue, συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a formula in the manumission of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.
German (Pape)
[Seite 974] = συλάω; D. Hal. 1, 28; Inscr.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. συλάω.
Greek (Liddell-Scott)
σῡλέω: συλάω, Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., κλέπτω δι’ ἐμαυτόν, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, τύπος τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ ἀπελευθέρωσις δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
Greek Monotonic
σῡλέω: =συλάω, Μέσ., κλέβω για λογαριασμό μου, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί -ούμενος), σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.
Middle Liddell
sula/w:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.