συνελευστικός: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui aime le monde, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου. | |lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.
German (Pape)
[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime le monde, sociable.
Étymologie: συνέλευσις.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.
Russian (Dvoretsky)
συνελευστικός: общительный Plut.