τορεύς: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, = [[τορευτής]]; bes. das Schnitzmesser, der Grabstichel des [[τορευτής]], Sp., auch eine Art Bohrer, γόμφων, Leon. Tar. 4 (VI, 205). Vgl. noch Poll. 7, 192.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, = [[τορευτής]]; bes. das Schnitzmesser, der Grabstichel des [[τορευτής]], Sp., auch eine Art Bohrer, γόμφων, Leon. Tar. 4 (VI, 205). Vgl. noch Poll. 7, 192.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />sorte de vrille.<br />'''Étymologie:''' [[τορός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τορεύς''': έως, ὁ, ἡ γλυφὶς τορευτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 192, Ι΄, 149· [[ὡσαύτως]], ὁ τρυπῶν ἢ διατρυπῶν, Ἀνθ. Π. 6. 205, ἴδε Meineke εἰς Φιλύλλιον ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἴδε [[τόρος]].
|lstext='''τορεύς''': έως, ὁ, ἡ γλυφὶς τορευτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 192, Ι΄, 149· [[ὡσαύτως]], ὁ τρυπῶν ἢ διατρυπῶν, Ἀνθ. Π. 6. 205, ἴδε Meineke εἰς Φιλύλλιον ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἴδε [[τόρος]].
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />sorte de vrille.<br />'''Étymologie:''' [[τορός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορεύς Medium diacritics: τορεύς Low diacritics: τορεύς Capitals: ΤΟΡΕΥΣ
Transliteration A: toreús Transliteration B: toreus Transliteration C: toreys Beta Code: toreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, boring tool used in making wells, Philyll.18 as cited by Poll.7.192, cf. 10.149 (τόρος Eust., cf. Hsch., Phot.); γόμφων τ. for boring holes for dowels, AP6.205.8 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, = τορευτής; bes. das Schnitzmesser, der Grabstichel des τορευτής, Sp., auch eine Art Bohrer, γόμφων, Leon. Tar. 4 (VI, 205). Vgl. noch Poll. 7, 192.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
sorte de vrille.
Étymologie: τορός.

Greek (Liddell-Scott)

τορεύς: έως, ὁ, ἡ γλυφὶς τορευτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 192, Ι΄, 149· ὡσαύτως, ὁ τρυπῶν ἢ διατρυπῶν, Ἀνθ. Π. 6. 205, ἴδε Meineke εἰς Φιλύλλιον ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἴδε τόρος.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. η σμίλη, το κοπίδι του τορευτή
2. είδος τρυπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. κωπ-εύς: κώπη). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. τορεύω.

Greek Monotonic

τορεύς: -έως, ὁ (τείρω), αυτός που διατρυπάει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τορεύς: έως ὁ сверло Anth.

Middle Liddell

τορεύς, έως, ὁ, τείρω
a borer, piercer, Anth.