φαγεδαινικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1249.png Seite 1249]] wie ein krebsartiges Geschwür um sich fressend, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1249.png Seite 1249]] wie ein krebsartiges Geschwür um sich fressend, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rongeur.<br />'''Étymologie:''' [[φαγέδαινα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰγεδαινικός''': -ή, -όν, [[καρκινώδης]], Πλούτ. 2. 1087Ε· φαγεδαινικὰ ἕλκη Διοσκ. 2. 96, σ. 221, Kühn.
|lstext='''φᾰγεδαινικός''': -ή, -όν, [[καρκινώδης]], Πλούτ. 2. 1087Ε· φαγεδαινικὰ ἕλκη Διοσκ. 2. 96, σ. 221, Kühn.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rongeur.<br />'''Étymologie:''' [[φαγέδαινα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰγεδαινικός Medium diacritics: φαγεδαινικός Low diacritics: φαγεδαινικός Capitals: ΦΑΓΕΔΑΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: phagedainikós Transliteration B: phagedainikos Transliteration C: fagedainikos Beta Code: fagedainiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of the nature of a cancer, πάθη Plu.2.1087e; ἕλκη Dsc.2.78, 5.112, cf. Heliod. ap. Orib.46.22.3, Gal.6.750, 815. II of morbid hunger, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1249] wie ein krebsartiges Geschwür um sich fressend, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rongeur.
Étymologie: φαγέδαινα.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰγεδαινικός: -ή, -όν, καρκινώδης, Πλούτ. 2. 1087Ε· φαγεδαινικὰ ἕλκη Διοσκ. 2. 96, σ. 221, Kühn.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φαγεδαινικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φαγέδαινα
1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαγέδαινα
2. ιατρ. (για έλκος και γενικά για αλλοίωση) αυτός που έχει χαρακτήρα φαγέδαινας, αυτός που επεκτείνεται επιφανειακά, καταστρέφοντας το καλυπτήριο σύστημα, ή κατά βάθος, αποκαλύπτοντας τους υποκείμενους ιστούς («φαγεδαινικὰ ἕλκη», Διοσκ.).

Russian (Dvoretsky)

φᾰγεδαινικός: мед. фагеденический, разъедающий (ῥεύματα Plut.).