ἀκόμιστος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[descuidado]], [[desaliñado]] ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.<i>Fr</i>.314.149, [[ἀκόμιστος]] [[ἀλῆτις]] ... ἕρπω <i>Epic.Alex.Adesp</i>.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.<br /><b class="num">2</b> [[desatendido]], [[desamparado]] Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.<i>D</i>.40.174, cf. hex. en <i>PAnt</i>.58.11<br /><b class="num">•</b>[[desoído]] ἔπος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.14.24.<br /><b class="num">3</b> de plantas [[no cultivado]] de la vid silvestre <i>Trag.Adesp</i>.646a.b.24, Nonn.<i>D</i>.12.297. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[descuidado]], [[desaliñado]] ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.<i>Fr</i>.314.149, [[ἀκόμιστος]] [[ἀλῆτις]] ... ἕρπω <i>Epic.Alex.Adesp</i>.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.<br /><b class="num">2</b> [[desatendido]], [[desamparado]] Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.<i>D</i>.40.174, cf. hex. en <i>PAnt</i>.58.11<br /><b class="num">•</b>[[desoído]] ἔπος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.14.24.<br /><b class="num">3</b> de plantas [[no cultivado]] de la vid silvestre <i>Trag.Adesp</i>.646a.b.24, Nonn.<i>D</i>.12.297. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />négligé, délaissé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκόμιστος''': -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν. | |lstext='''ἀκόμιστος''': -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.
Spanish (DGE)
-ον
1 descuidado, desaliñado ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.Fr.314.149, ἀκόμιστος ἀλῆτις ... ἕρπω Epic.Alex.Adesp.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.
2 desatendido, desamparado Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.D.40.174, cf. hex. en PAnt.58.11
•desoído ἔπος Nonn.Par.Eu.Io.14.24.
3 de plantas no cultivado de la vid silvestre Trag.Adesp.646a.b.24, Nonn.D.12.297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
négligé, délaissé.
Étymologie: ἀ, κομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόμιστος, -ον)
αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί
αρχ.
απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κομιστὸς < κομίζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία.
Greek Monotonic
ἀκόμιστος: -ον (κομίζω), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόμιστος: запущенный, неряшливый Diog. L.
Middle Liddell
κομίζω
untended.