ἀνθήλιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] s. in der ion. Form [[ἀντήλιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] s. in der ion. Form [[ἀντήλιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>réc. c.</i> [[ἀντήλιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθήλιος''': -ον, μεταγενέστερος [[τύπος]] ἀντὶ [[ἀντήλιος]].
|lstext='''ἀνθήλιος''': -ον, μεταγενέστερος [[τύπος]] ἀντὶ [[ἀντήλιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>réc. c.</i> [[ἀντήλιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθήλιος Medium diacritics: ἀνθήλιος Low diacritics: ανθήλιος Capitals: ΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: anthḗlios Transliteration B: anthēlios Transliteration C: anthilios Beta Code: a)nqh/lios

English (LSJ)

ον, = ἀντήλιος, q.v.

Spanish (DGE)

v. ἀντήλιος.

German (Pape)

[Seite 232] s. in der ion. Form ἀντήλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réc. c. ἀντήλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθήλιος: -ον, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ ἀντήλιος.

Greek Monolingual

ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων
2. η ομπρέλα για τον ήλιο
II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού
αρχ.
1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)
2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο
3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθήλιος: ион. ἀντήλιος 2
1) находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; ὄρος Plut.);
2) выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);
3) подобный солнцу, сияющий как солнце (πρόσωπον Eur.).