ἀποδικέω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[defenderse]] en juicio ἐν τῷ δήμῳ X.<i>HG</i> 1.7.20, cf. Antiph.313. | |dgtxt=[[defenderse]] en juicio ἐν τῷ δήμῳ X.<i>HG</i> 1.7.20, cf. Antiph.313. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se défendre en justice.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δίκη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - [[δίκη]] ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας. | |lstext='''ἀποδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - [[δίκη]] ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:20, 2 October 2022
English (LSJ)
(δίκη) defend oneself on trial, X.HG1.7.21, Antiph.313.
Spanish (DGE)
defenderse en juicio ἐν τῷ δήμῳ X.HG 1.7.20, cf. Antiph.313.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se défendre en justice.
Étymologie: ἀπό, δίκη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῐκέω: (δίκη) ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - δίκη ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας.
Greek Monotonic
ἀποδῐκέω: (δίκη), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου ενώπιον του δικαστηρίου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδῐκέω: защищаться на суде Xen.