ἀποπροαιρέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0320.png Seite 320]] (s. [[αἱρέω]]), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν [[δόμεναι]] Od. 17, 457.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0320.png Seite 320]] (s. [[αἱρέω]]), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν [[δόμεναι]] Od. 17, 457.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. ao.2</i> [[ἀποπροελών]];<br />prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[προαιρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπροαιρέω''': ἀφαιρῶ [[μέρος]] ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν [[δόμεναι]], ἀποπροτεμών, ἀποκόψας [[μέρος]] τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.
|lstext='''ἀποπροαιρέω''': ἀφαιρῶ [[μέρος]] ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν [[δόμεναι]], ἀποπροτεμών, ἀποκόψας [[μέρος]] τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. ao.2</i> [[ἀποπροελών]];<br />prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[προαιρέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 13:27, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπροαιρέω Medium diacritics: ἀποπροαιρέω Low diacritics: αποπροαιρέω Capitals: ΑΠΟΠΡΟΑΙΡΕΩ
Transliteration A: apoproairéō Transliteration B: apoproaireō Transliteration C: apoproaireo Beta Code: a)poproaire/w

English (LSJ)

take away from, σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι having taken some of the bread to give it away, Od.17.457.

Spanish (DGE)

extraer, coger c. gen. σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι habiendo cogido pan para darlo, Od.17.457.

German (Pape)

[Seite 320] (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. ao.2 ἀποπροελών;
prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.
Étymologie: ἀπό, προαιρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροαιρέω: ἀφαιρῶ μέρος ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι, ἀποπροτεμών, ἀποκόψας μέρος τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀποπροελών: take away from; τινός, Od. 17.457†.

Greek Monotonic

ἀποπροαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -προεῖλον· αφαιρώ μέρος από, σίτου ἀποπροελθών, έχοντας αφαιρέσει μέρος του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπροαιρέω: брать (от чего-л.): σίτου ἀποπροελών Hom. взяв хлеба.

Middle Liddell


to take away from, σίτου ἀποπροελών having taken some of the bread, Od.