ἀποσφραγίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] ion. -[[σφρηγίζω]], 1) versiegeln (Hesych. ἀποκεκλεῖσθαι), Eur. Or. 1108 im med.; Plut. Alex. 2. – 2) entsiegeln?
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] ion. -[[σφρηγίζω]], 1) versiegeln (Hesych. ἀποκεκλεῖσθαι), Eur. Or. 1108 im med.; Plut. Alex. 2. – 2) entsiegeln?
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποσφραγίσω, <i>att.</i> ἀποσφραγιῶ;<br />cacheter, sceller.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφραγίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσφρᾱγίζω''': Ἰων. -[[σφρηγίζω]]: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: ― [[σφραγίζω]], [[κλείω]] διὰ σφραγῖδος ἐν τῷ παθ., οὐδὲν ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν Πλουτ. Ἀλεξ. 2: ― [[προσέτι]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 1108, Ἀθήν. 34Α. ΙΙ. λύω τὴν σφραγῖδα, ἀνοίγω, «ξεσφραγίζω», ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Διογ. Λ. 4. 59.
|lstext='''ἀποσφρᾱγίζω''': Ἰων. -[[σφρηγίζω]]: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: ― [[σφραγίζω]], [[κλείω]] διὰ σφραγῖδος ἐν τῷ παθ., οὐδὲν ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν Πλουτ. Ἀλεξ. 2: ― [[προσέτι]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 1108, Ἀθήν. 34Α. ΙΙ. λύω τὴν σφραγῖδα, ἀνοίγω, «ξεσφραγίζω», ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Διογ. Λ. 4. 59.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποσφραγίσω, <i>att.</i> ἀποσφραγιῶ;<br />cacheter, sceller.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφραγίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφρᾱγίζω Medium diacritics: ἀποσφραγίζω Low diacritics: αποσφραγίζω Capitals: ΑΠΟΣΦΡΑΓΙΖΩ
Transliteration A: aposphragízō Transliteration B: aposphragizō Transliteration C: aposfragizo Beta Code: a)posfragi/zw

English (LSJ)

A seal up, Plu.Alex.2 (Pass.):—Med., E.Or.1108, Theopomp.Hist.265. II unseal, D.L.4.59.

Spanish (DGE)

(ἀποσφρᾱγίζω) • Alolema(s): -σφρηγ- Nonn.D.15.79
1 sellar, cerrar con un sello τὸν τόπον BGU 34.3.21 (IV d.C.), cf. en v. pas., Plu.Alex.2
en v. med. mismo sent. λέβητας τρεῖς ... ἀποσφραγίζονται Theopomp.Hist.277, τὰς κλεῖς ... ἀποσφραγισάμενος Plu.2.784e, cf. E.Or.1108.
2 quitar el sello, abrir τὰ θεραπόντια D.L.4.59
en v. med. quitarse μίτρην Nonn.l.c.

German (Pape)

[Seite 329] ion. -σφρηγίζω, 1) versiegeln (Hesych. ἀποκεκλεῖσθαι), Eur. Or. 1108 im med.; Plut. Alex. 2. – 2) entsiegeln?

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσφραγίσω, att. ἀποσφραγιῶ;
cacheter, sceller.
Étymologie: ἀπό, σφραγίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφρᾱγίζω: Ἰων. -σφρηγίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: ― σφραγίζω, κλείω διὰ σφραγῖδος ἐν τῷ παθ., οὐδὲν ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν Πλουτ. Ἀλεξ. 2: ― προσέτι ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 1108, Ἀθήν. 34Α. ΙΙ. λύω τὴν σφραγῖδα, ἀνοίγω, «ξεσφραγίζω», ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Διογ. Λ. 4. 59.

Greek Monolingual

(AM ἀποσφραγίζω)
ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω
νεοελλ.
ανοίγω έγγραφο, επιστολή
μσν.
σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού)
αρχ.
κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά.

Greek Monotonic

ἀποσφρᾱγίζω: Ιων. -σφρηγίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· σφραγίζω, ασφαλίζω με σφραγίδα, σε Πλούτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσφρᾱγίζω:
1) тж. med. запечатывать Eur., Plut.;
2) снимать печать, распечатывать Diog. L.

Middle Liddell

to seal up, Plut.:—so in Mid., Eur.