ἀπερείσιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ep. = [[ἀπειρέσιος]], Hom. oft ἀπερείσι' [[ἄποινα]], z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ep. = [[ἀπειρέσιος]], Hom. oft ἀπερείσι' [[ἄποινα]], z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀπειρέσιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερείσιος''': -ον, [[ἕτερος]] Ἐπ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπειρέσιος]], ὡς [[ἀείδελος]] ἀντὶ [[ἀΐδηλος]], παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ [[ἄποινα]], «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ.
|lstext='''ἀπερείσιος''': -ον, [[ἕτερος]] Ἐπ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπειρέσιος]], ὡς [[ἀείδελος]] ἀντὶ [[ἀΐδηλος]], παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ [[ἄποινα]], «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀπειρέσιος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 13:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερείσιος Medium diacritics: ἀπερείσιος Low diacritics: απερείσιος Capitals: ΑΠΕΡΕΙΣΙΟΣ
Transliteration A: apereísios Transliteration B: apereisios Transliteration C: apereisios Beta Code: a)perei/sios

English (LSJ)

ον, = ἀπειρέσιος (q.v.); ἀπερείσι' ἄποινα countless ransom, Il.1.13, al.; ἕδνα 16.178; δῶρα A.R.1.419; ἄλγος AP7.363.

Spanish (DGE)

v. ἀπειρέσιος.

German (Pape)

[Seite 287] ep. = ἀπειρέσιος, Hom. oft ἀπερείσι' ἄποινα, z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀπειρέσιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερείσιος: -ον, ἕτερος Ἐπ. τύπος τοῦ ἀπειρέσιος, ὡς ἀείδελος ἀντὶ ἀΐδηλος, παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ ἄποινα, «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ.

English (Autenrieth)

see ἀπειρέσιος.

Greek Monolingual

ἀπερείσιος, -ον (Α)
βλ. απειρέσιος.

Greek Monotonic

ἀπερείσιος: -ον, άλλος ένας Επικ. τύπος του ἀπειρέσιος, στον Όμηρ.· πάντοτε ἀπερείσι' ἄποινα, αναρίθμητα δώρα, λύτρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερείσιος: Hom. = ἀπειρέσιος.

Frisk Etymological English

See also: ἀπειρέσιος

Middle Liddell

ἀπειρέσιος
ἀπερείσι' ἄποιναcountless ransom.

Frisk Etymology German

ἀπερείσιος: {apereísios}
See also: s. ἀπειρέσιος.
Page 1,121