ἀπόβρεγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0298.png Seite 298]] τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0298.png Seite 298]] τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />infusion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόβρεγμα''': -ατος, το, [[ἔγχυμα]], [[ἀπόβρεγμα]] παλιούρου Στράβ. 776, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Πλούτ. 2. 614B.
|lstext='''ἀπόβρεγμα''': -ατος, το, [[ἔγχυμα]], [[ἀπόβρεγμα]] παλιούρου Στράβ. 776, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Πλούτ. 2. 614B.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />infusion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βρέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβρεγμα Medium diacritics: ἀπόβρεγμα Low diacritics: απόβρεγμα Capitals: ΑΠΟΒΡΕΓΜΑ
Transliteration A: apóbregma Transliteration B: apobregma Transliteration C: apovregma Beta Code: a)po/bregma

English (LSJ)

ατος, τό, infusion, Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.CA1.1, Plu.2.614b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
infusión, cocimiento de hierbas ἀσταφίδος ἀπόβρεγμα Hp.Nat.Mul.105, παλιούρου Agatarch.61, Str.16.4.17, ῥοδοδένδρων Dsc.4.81, ἀνδράχνης Sor.38.11, ἀψινθίου Aret.CA 1.1.25, περιστερεώνων Plu.2.614b, λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ ἀπόβρεγμα εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖν Thessal.146.5.

German (Pape)

[Seite 298] τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
infusion.
Étymologie: ἀπό, βρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβρεγμα: -ατος, το, ἔγχυμα, ἀπόβρεγμα παλιούρου Στράβ. 776, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Πλούτ. 2. 614B.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόβρεγμα)
νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόβρεγμα: ατος τό настой, отвар Plut.