ἀρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0348.png Seite 348]] ion. = [[ἀράομαι]], Her.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0348.png Seite 348]] ion. = [[ἀράομαι]], Her.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἀράομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρέομαι''': Ἰων. ἀντὶ [[ἀράομαι]], Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).
|lstext='''ἀρέομαι''': Ἰων. ἀντὶ [[ἀράομαι]], Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἀράομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρέομαι Medium diacritics: ἀρέομαι Low diacritics: αρέομαι Capitals: ΑΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aréomai Transliteration B: areomai Transliteration C: areomai Beta Code: a)re/omai

English (LSJ)

Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt. II fut. of ἄρνυμαι (q.v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].

Spanish (DGE)

v. ἄρνυμαι.

German (Pape)

[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).

Greek Monolingual

(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.
(II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.

Greek Monotonic

ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.