ἀφαμαρτοεπής: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0406.png Seite 406]] ές ([[ἔπος]]), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0406.png Seite 406]] ές ([[ἔπος]]), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui s'égare dans ses discours.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφαμαρτάνω]], [[ἔπος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφαμαρτοεπής''': -ές, ἀμαρτοεπής, «ὁ ἀποτυγχάνων τοῦ σκοποῦ τῶν λόγων» (Σχόλ.), ἐπεί οὐ [[πολύμυθος]], οὐδ’ [[ἀφαμαρτοεπής]] Ἰλ. Γ. 215. | |lstext='''ἀφαμαρτοεπής''': -ές, ἀμαρτοεπής, «ὁ ἀποτυγχάνων τοῦ σκοποῦ τῶν λόγων» (Σχόλ.), ἐπεί οὐ [[πολύμυθος]], οὐδ’ [[ἀφαμαρτοεπής]] Ἰλ. Γ. 215. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 13:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, = ἁμαρτοεπής, talking at random, Il.3.215.
Spanish (DGE)
(ἀφᾰμαρτοεπής) -ές
que habla incorrectamente Μενέλαος ... ἀγόρευε ... μάλα λιγέως, ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ' ἀ. Menelao hablaba muy claramente, pues no era charlatán ni de lenguaje incorrecto, Il.3.215.
German (Pape)
[Seite 406] ές (ἔπος), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'égare dans ses discours.
Étymologie: ἀφαμαρτάνω, ἔπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαμαρτοεπής: -ές, ἀμαρτοεπής, «ὁ ἀποτυγχάνων τοῦ σκοποῦ τῶν λόγων» (Σχόλ.), ἐπεί οὐ πολύμυθος, οὐδ’ ἀφαμαρτοεπής Ἰλ. Γ. 215.
English (Autenrieth)
missing the point in speech, ‘rambling speaker,’ Il. 3.215†.
Greek Monolingual
ἀφαμαρτοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αμαρτοεπής].
Greek Monotonic
ἀφαμαρτοεπής: -ές (ἔπος), αυτός που μιλά στην τύχη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφᾰμαρτοεπής: говорящий невпопад, болтающий зря Hom.