ἀρωματίζω: Difference between revisions
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] würzen, Diosc.; nach Gewürz riechen, schmecken, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] würzen, Diosc.; nach Gewürz riechen, schmecken, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=avoir une odeur aromatique.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρωματίζω''': ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, [[ἔνιοι]] κηρὸν ἢ [[στέαρ]] ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν [[ἄλλην]] ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7. | |lstext='''ἀρωματίζω''': ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, [[ἔνιοι]] κηρὸν ἢ [[στέαρ]] ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν [[ἄλλην]] ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰρ], A spice, στέαρ Dsc.1.66:—Pass., Id.2.76.10; ἠρωματις μένον ἔλαιον Inscr.Prien.112.62 (i B.C.). 2 intr., have a spicy flavour or scent, D.S.2.49, Str.16.2.41, Plu.2.623e.
Spanish (DGE)
I intr. ser aromático (Ἀραβία) τὴν ... ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν φέρει D.S.2.49, del bálsamo, Str.16.2.41, εὐωδία Plu.2.623e, ἡ τῶν δορκῶν ... κόπρος ἀρωματίζει Alex.Aphr.Pr.1.29, cf. Gal.14.72
•c. ac. rel. ῥίζαν ... ἀρωματίζουσαν τὴν γεῦσιν Gp.2.6.32.
II tr.
1 c. ac. de cosa aromatizar κῆρον ἢ στέαρ Dsc.1.66
•en v. pas. ἠρωματισμένον ... ἔλαιον IPr.112.62 (I a.C.).
2 c. ac. de pers. embalsamar τὸν πατέρα Aq.Ge.50.2
•en v. pas., Aq.Ge.50.3.
German (Pape)
[Seite 368] würzen, Diosc.; nach Gewürz riechen, schmecken, Sp.
French (Bailly abrégé)
avoir une odeur aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματίζω: ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, ἔνιοι κηρὸν ἢ στέαρ ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν ἄλλην ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7.
Greek Monolingual
(AM ἀρωματίζω) [[[άρωμα]] (Ι)]
1. ευωδιάζω
2. ραντίζω ή επαλείφω με άρωμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀρωμᾰτίζω: (ᾰρ) быть душистым, пахучим Diod., Plut.