ἁπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que se puede tocar]], [[tangible]] ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.<i>R</i>.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.<i>Ti</i>.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.<i>de An</i>.424<sup>a</sup>12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.<i>Fr</i>.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.33, Thphr.<i>Od</i>.64, Diog.Oen.122.2.3<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[tangiblemente]] Plu.2.38a.<br /><b class="num">2</b> ἁπτά· φάρμακα Hsch.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que se puede tocar]], [[tangible]] ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.<i>R</i>.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.<i>Ti</i>.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.<i>de An</i>.424<sup>a</sup>12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.<i>Fr</i>.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.33, Thphr.<i>Od</i>.64, Diog.Oen.122.2.3<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[tangiblemente]] Plu.2.38a.<br /><b class="num">2</b> ἁπτά· φάρμακα Hsch.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[tangible]], [[palpable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπτός''': -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος [[tractabilis]], ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.
|lstext='''ἁπτός''': -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος [[tractabilis]], ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[tangible]], [[palpable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτός Medium diacritics: ἁπτός Low diacritics: απτός Capitals: ΑΠΤΟΣ
Transliteration A: haptós Transliteration B: haptos Transliteration C: aptos Beta Code: a(pto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἅπτω)
A tangible, ὁρατὰ ἢ ἁπτὰ σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.
II ἁπτά· φάρμακα, Hsch.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que se puede tocar, tangible ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.Ti.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.de An.424a12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.Fr.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.Abst.1.33, Thphr.Od.64, Diog.Oen.122.2.3
neutr. como adv. tangiblemente Plu.2.38a.
2 ἁπτά· φάρμακα Hsch.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tangible, palpable.
Étymologie: ἅπτω¹.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτός: -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπτός, -ή, -όν) άπτω
ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός.

Greek Monotonic

ἁπτός: -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην αίσθηση της αφής, που μπορεί κάποιος να ψαύσει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁπτός:
1) осязаемый (ὁρατός καὶ ἁ. Plat.);
2) осязательный, осязающий (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);
3) ощутительный, заметный (διαφοραί Arst.).

Middle Liddell

ἅπτω
subject to the sense of touch, Plat.

English (Woodhouse)

tangible, that may be touched

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)