ἄλειαρ: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0091.png Seite 91]] ατος, τό [[ἀλέω]]), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ [[ἀλείατα]]; – vgl. [[ἄλευρον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0091.png Seite 91]] ατος, τό [[ἀλέω]]), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ [[ἀλείατα]]; – vgl. [[ἄλευρον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />farine de froment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλειαρ''': -ατος, τό, ποιητ. ([[ἀλέω]]), [[ἄλευρον]] [[κυρίως]] ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. [[ἄλευρον]]. | |lstext='''ἄλειαρ''': -ατος, τό, ποιητ. ([[ἀλέω]]), [[ἄλευρον]] [[κυρίως]] ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. [[ἄλευρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:10, 2 October 2022
German (Pape)
[Seite 91] ατος, τό ἀλέω), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα; – vgl. ἄλευρον.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
farine de froment.
Étymologie: ἀλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλειαρ: -ατος, τό, ποιητ. (ἀλέω), ἄλευρον κυρίως ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. ἄλευρον.
Greek Monolingual
ἄλειαρ (-ατος), το (Α)
συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα
αλεύρι από σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< ἄλε-Fαρ < ἀλῶ «αλέθω»), με μετρική έκταση
επίσης και ο τ. του πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< ἀλέ-Fατα), με μετρική έκταση].
Russian (Dvoretsky)
ἄλειαρ: ατος (ᾰλ) τό мука, преимущ. пшеничная (ἄλφιτα καὶ ἀλείατα Hom.).