ἄψαυστος: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no tocado]], [[intacto]] ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.<i>HP</i> 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.<i>D</i>.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας <i>AP</i> 5.217 (Paul.Sil.).<br /><b class="num">2</b> [[no tocable]], [[que no se puede tocar]] e.d. [[sagrado]] ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.<i>BC</i> 2.41, cf. Poll.1.9.<br /><b class="num">3</b> [[que no toca o no ha tocado]] c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.<i>OT</i> 969, νηδυίων [[ἄψαυστος]] ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos</i>, <i>ISmyrna</i> 523.2 (II/I a.C.). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no tocado]], [[intacto]] ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.<i>HP</i> 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.<i>D</i>.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας <i>AP</i> 5.217 (Paul.Sil.).<br /><b class="num">2</b> [[no tocable]], [[que no se puede tocar]] e.d. [[sagrado]] ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.<i>BC</i> 2.41, cf. Poll.1.9.<br /><b class="num">3</b> [[que no toca o no ha tocado]] c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.<i>OT</i> 969, νηδυίων [[ἄψαυστος]] ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos</i>, <i>ISmyrna</i> 523.2 (II/I a.C.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> non touché, intact;<br /><b>2</b> qu’on ne peut toucher, sacré;<br /><b>II.</b> qui ne touche pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ψαύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄψαυστος''': -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, [[ἱερός]], ὡς τὸ [[ἄθικτος]], Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2. | |lstext='''ἄψαυστος''': -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, [[ἱερός]], ὡς τὸ [[ἄθικτος]], Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A untouched, Hdt. 8.41, Thphr.HP5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41. II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).
Spanish (DGE)
-ον
1 no tocado, intacto ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.D.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας AP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.OT 969, νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu’on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: ἀ, ψαύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.
Greek Monolingual
ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.
Greek Monotonic
ἄψαυστος: -ον (ψαύω)·
I. ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κάποιος, ιερός, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα πράγμα, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄψαυστος:
1) нетронутый, невредимый (ἡ μελιτόεσσα Her.; τὸ βρέτας τῆς θεοῦ Plut.; κορεία Anth.);
2) не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);
3) неприкосновенный, запретный (ὕδωρ ἄψαυστύν τινι Thuc.).
Middle Liddell
ψαύω
I. untouched, not to be touched, sacred, Thuc.
II. act. not touching a thing, c. gen., Soph.