ἄπαρνος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] ([[ἀρνέομαι]]), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als [[ἔξαρνος]], verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] ([[ἀρνέομαι]]), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als [[ἔξαρνος]], verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nie, gén. : [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;<br /><b>2</b> refusé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαρνέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπαρνος''': -ον, ([[ἀρνέομαι]]) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, [[ἤτοι]] οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040. | |lstext='''ἄπαρνος''': -ον, ([[ἀρνέομαι]]) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, [[ἤτοι]] οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἀρνέομαι) A denying utterly, ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Hdt.3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., ἄ. οὐδενὸς καθίστατο she denied nothing, S.Ant.435. II Pass., denied, ᾇ . . οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει to whom nothing is denied, A.Supp.1039 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 negado ᾅ τ' οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει ... Πειθοῖ a Persuasión, a la que nada se niega A.Supp.1039.
2 que niega c. gen. ἄ. δ' οὐδενὸς καθίστατο no negó nada S.Ant.435
•c. μή e inf. ἄ. ἐστι μὴ ... νοσέειν niega estar enfermo Hdt.3.99, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον ella no negaba ser culpable Antipho 1.9, cf. 10, abs. D.C.37.26.2.
German (Pape)
[Seite 280] (ἀρνέομαι), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als ἔξαρνος, verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui nie, gén. : ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;
2 refusé à, τινι.
Étymologie: ἀπαρνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαρνος: -ον, (ἀρνέομαι) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: ὡσαύτως μετὰ γεν., ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, ἤτοι οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040.
Greek Monolingual
ἄπαρνος, -ον (Α)
1. αυτός που αρνείται τελείως κάτι
2. παθ. αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαρνούμαι, με μεταρρηματικό σχηματισμό (πρβλ. έξαφνος)].
Greek Monotonic
ἄπαρνος: -ον (ἀρνέομαι), αυτός που αρνείται πλήρως και κατηγορηματικά· ἄπαρνός ἐστιμὴ νοσέειν, απορρίπτει κατηγορηματικά ότι είναι άρρωστος, σε Ηρόδ.· με γεν., ἄπαρνος οὐδενός, δεν απαρνείται τίποτε, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαρνος:
1) отвергающий, отрицающий: ἄ. οὐδενὸς καθίστατο Soph. он(а) ничего не стал(а) отрицать; ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Her. он утверждает, что не болен;
2) отклоняющий, отказывающий(ся) (τινι Aesch.).
Middle Liddell
ἀρνέομαι
denying utterly, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν he denies that he is ill, Hdt.: c. gen., ἄπαρνος οὐδενός denying nothing, Soph.