ἐμπολέμιος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] was zum Kriege gehört, ihn betrifft; [[ταῦτα]] μὲν τὰ ἐμπολέμια Her. 6, 56; Plat. Legg. VI, 755 e u. A.; θεοί, Kriegsgötter, D. Cass. 42, 48; τὰ ἐμπ., der Kriegsbedarf, id. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] was zum Kriege gehört, ihn betrifft; [[ταῦτα]] μὲν τὰ ἐμπολέμια Her. 6, 56; Plat. Legg. VI, 755 e u. A.; θεοί, Kriegsgötter, D. Cass. 42, 48; τὰ ἐμπ., der Kriegsbedarf, id. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πόλεμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπολέμιος''': -ον, ἀνήκων εἰς τὸν πόλεμον, [[ταῦτα]] τὰ ἐμπ. Ἡρόδ. 6. 56· «ἐμπολέμια· τὰ εἰς πόλεμον ἐπιτήδεια καὶ εὔχρηστα» Σουΐδ.: 2) ὁ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ ἔχων τὴν ἡλικίαν ταύτην, ὅσον ἐμπ. Πλάτ. Νόμ. 755Ε· οἱ ἐμπ. [[αὐτόθι]] 756Α. | |lstext='''ἐμπολέμιος''': -ον, ἀνήκων εἰς τὸν πόλεμον, [[ταῦτα]] τὰ ἐμπ. Ἡρόδ. 6. 56· «ἐμπολέμια· τὰ εἰς πόλεμον ἐπιτήδεια καὶ εὔχρηστα» Σουΐδ.: 2) ὁ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ ἔχων τὴν ἡλικίαν ταύτην, ὅσον ἐμπ. Πλάτ. Νόμ. 755Ε· οἱ ἐμπ. [[αὐτόθι]] 756Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A pertaining to war, ταῦτα τὰ ἐ. Hdt.6.57; θεοί D.C.42.48. 2 belonging to the forces, ὅσον ἐ. Pl.Lg.755c; τὰ ἐ. branches of the service, ib.756a. 3 warlike, ἔθνη D.C.56.40.
Spanish (DGE)
-ον
1 relativo a la guerra, al ejército, militar τὰ ἐμπολέμια (γέρεα) los privilegios (de los reyes espartanos) en tiempos de guerra op. εἰρηναῖος ‘en tiempos de paz’, Hdt.6.57, cf. D.C.50.6.2, τρίτον δ' ... πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον y en tercer lugar todo el conjunto de fuerzas militares Pl.Lg.755e, ἐκ τῆς ἐμπολεμίου μελέτης a partir de su uso militar Poll.4.87, οἱ ἐμπολέμιοι θεοί D.C.42.48.2, σύνθημα D.C.57.18.4
•subst. οἱ ἐμπολέμιοι los miembros del ejército Pl.Lg.756a, τὰ ἐμπολέμια las fuerzas militares Pl.Lg.943a, Afric.Cest.1.14.10.
2 belicoso, guerrero ἔθνη D.C.56.40.2.
German (Pape)
[Seite 816] was zum Kriege gehört, ihn betrifft; ταῦτα μὲν τὰ ἐμπολέμια Her. 6, 56; Plat. Legg. VI, 755 e u. A.; θεοί, Kriegsgötter, D. Cass. 42, 48; τὰ ἐμπ., der Kriegsbedarf, id.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la guerre.
Étymologie: ἐν, πόλεμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολέμιος: -ον, ἀνήκων εἰς τὸν πόλεμον, ταῦτα τὰ ἐμπ. Ἡρόδ. 6. 56· «ἐμπολέμια· τὰ εἰς πόλεμον ἐπιτήδεια καὶ εὔχρηστα» Σουΐδ.: 2) ὁ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ ἔχων τὴν ἡλικίαν ταύτην, ὅσον ἐμπ. Πλάτ. Νόμ. 755Ε· οἱ ἐμπ. αὐτόθι 756Α.
Greek Monolingual
ἐμπολέμιος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον πόλεμο
2. αυτός που έχει στρατεύσιμη ηλικία («τρίτον δ' ἐφεξῆς τούτοις πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία, Πλάτ.)
3. πολεμικός («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμπολέμια
κλάδος της στρατιωτικής υπηρεσίας.
Greek Monotonic
ἐμπολέμιος: -ον (ἐν), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο, πολεμικός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολέμιος:
1) относящийся к войне: τὰ ἐμπολέμια Her. военные дела или вопросы;
2) годный к военной службе: πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον Plat. все население, способное носить оружие.
Middle Liddell
ἐμ-πολέμιος, ον adj [ἐν]
pertaining to war, Hdt.