ἐμβάφιον: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> cierta [[vasija]] prob. [[salsera]] Hippon.200, Epich.63, cf. <i>SB</i> 9158.6, 15284.9 (ambos V d.C.), <i>PAmst</i>.87.6 (V/VI d.C.), <i>CPR</i> 8.66.9 (VI d.C.), de forma triangular <i>PWash.Univ</i>.59.5 (V d.C.), glos. a παροψίς Hsch.<br /><b class="num">•</b>utilizada como [[lucerna]] τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62.<br /><b class="num">2</b> metrol. [[medida de capacidad equiv. a ὀξύβαφον (la cuarta parte de una κοτύλη)]], μὴ πλέον ἢ [[ἐμβάφιον]] ἀπάγειν μέλλει κατὰ τὰς ῥῖνας Hp.<i>Loc.Hom</i>.13, ἐ. ἀττικόν Hp.<i>Mul</i>.2.206, c. gen. σμύρνης ἐ. Hp.<i>Mul</i>.2.209. | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> cierta [[vasija]] prob. [[salsera]] Hippon.200, Epich.63, cf. <i>SB</i> 9158.6, 15284.9 (ambos V d.C.), <i>PAmst</i>.87.6 (V/VI d.C.), <i>CPR</i> 8.66.9 (VI d.C.), de forma triangular <i>PWash.Univ</i>.59.5 (V d.C.), glos. a παροψίς Hsch.<br /><b class="num">•</b>utilizada como [[lucerna]] τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62.<br /><b class="num">2</b> metrol. [[medida de capacidad equiv. a ὀξύβαφον (la cuarta parte de una κοτύλη)]], μὴ πλέον ἢ [[ἐμβάφιον]] ἀπάγειν μέλλει κατὰ τὰς ῥῖνας Hp.<i>Loc.Hom</i>.13, ἐ. ἀττικόν Hp.<i>Mul</i>.2.206, c. gen. σμύρνης ἐ. Hp.<i>Mul</i>.2.209. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />vase servant de lampe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμβάφιον''': τό, [[πινάκιον]] δι’ ἐμβάμματα, ζωμοὺς (σάλτσας), Λατ. acetabulum, «[[ἐμβάφιον]] · [[ὀξύβαφον]] παρὰ Ἱππώνακτι (Ἀπόσπ. 112)» Ἡσύχ., πρβλ. [[ὀξυβάφιον]]· τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα... ἐλαίου Ἡρόδ. 2. 62. | |lstext='''ἐμβάφιον''': τό, [[πινάκιον]] δι’ ἐμβάμματα, ζωμοὺς (σάλτσας), Λατ. acetabulum, «[[ἐμβάφιον]] · [[ὀξύβαφον]] παρὰ Ἱππώνακτι (Ἀπόσπ. 112)» Ἡσύχ., πρβλ. [[ὀξυβάφιον]]· τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα... ἐλαίου Ἡρόδ. 2. 62. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:50, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, flat vessel for sauces, saucer, Hippon.112; τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα . . ἐλαίου Hdt. 2.62: as a measure,= ὀξύβαφον, Hp.Loc.Hom.13.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 cierta vasija prob. salsera Hippon.200, Epich.63, cf. SB 9158.6, 15284.9 (ambos V d.C.), PAmst.87.6 (V/VI d.C.), CPR 8.66.9 (VI d.C.), de forma triangular PWash.Univ.59.5 (V d.C.), glos. a παροψίς Hsch.
•utilizada como lucerna τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62.
2 metrol. medida de capacidad equiv. a ὀξύβαφον (la cuarta parte de una κοτύλη), μὴ πλέον ἢ ἐμβάφιον ἀπάγειν μέλλει κατὰ τὰς ῥῖνας Hp.Loc.Hom.13, ἐ. ἀττικόν Hp.Mul.2.206, c. gen. σμύρνης ἐ. Hp.Mul.2.209.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase servant de lampe.
Étymologie: ἐμβάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβάφιον: τό, πινάκιον δι’ ἐμβάμματα, ζωμοὺς (σάλτσας), Λατ. acetabulum, «ἐμβάφιον · ὀξύβαφον παρὰ Ἱππώνακτι (Ἀπόσπ. 112)» Ἡσύχ., πρβλ. ὀξυβάφιον· τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα... ἐλαίου Ἡρόδ. 2. 62.
Greek Monolingual
ἐμβάφιον, το (Α)
1. πλατύ αγγείο για τοποθέτηση εμβαμμάτων
2. (ως μέτρο) το τέταρτο της κοτύλης.
Greek Monotonic
ἐμβάφιον: τό (ἐμβάπτω), ρηχό αγγείο, σκεύος για σάλτσες ή ζωμούς, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβάφιον: (ᾰ) τό плошка Her.