Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίμετρον: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] τό, Zugabe, Übermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] τό, Zugabe, Übermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />surplus, surcroît.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μέτρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμετρον''': τό, κἄτι τι προστιθέμενον [[ὅπως]] πληρώσῃ [[καλῶς]] τὸ [[μέτρον]]. [[ὑπερβολή]], [[προσθήκη]], ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ [[ἐπίμετρον]] ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ [[ἐπίμετρον]] ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.
|lstext='''ἐπίμετρον''': τό, κἄτι τι προστιθέμενον [[ὅπως]] πληρώσῃ [[καλῶς]] τὸ [[μέτρον]]. [[ὑπερβολή]], [[προσθήκη]], ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ [[ἐπίμετρον]] ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ [[ἐπίμετρον]] ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />surplus, surcroît.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μέτρον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμετρον Medium diacritics: ἐπίμετρον Low diacritics: επίμετρον Capitals: ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
Transliteration A: epímetron Transliteration B: epimetron Transliteration C: epimetron Beta Code: e)pi/metron

English (LSJ)

τό, something added to make good measure excess, Theoc.12.26, PTeb.91.11 (ii B.C.); ἐ. ποιεῖν make an increase, Thphr.CP4.13.7, Plu.2.676b; πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους . ib.503d; λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται into the bargain, Plb.6.46.6; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.P.2.47, cf. Gal.8.493.

German (Pape)

[Seite 962] τό, Zugabe, Übermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
surplus, surcroît.
Étymologie: ἐπί, μέτρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμετρον: τό, κἄτι τι προστιθέμενον ὅπως πληρώσῃ καλῶς τὸ μέτρον. ὑπερβολή, προσθήκη, ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ ἐπίμετρον ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ ἐπίμετρον ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.

Greek Monotonic

ἐπίμετρον: τό, προσθήκη, υπερβολή, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμετρον: τό добавление, прибавление Plut.: ἐν ἐπιμέτρῳ Polyb. в дополнение, в придачу; ἐξ ἐπιμέτρου Sext. вдобавок, лишний раз.

Middle Liddell

ἐπί-μετρον, ου, τό,
over-measure, excess, Theocr.