ὀλιγαῦλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ακος, = [[ὀλιγῶλαξ]], Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ακος, = [[ὀλιγῶλαξ]], Suid. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a que peu de terre arable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[αὖλαξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγαῦλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον [[ὀλιγῶλαξ]]. | |lstext='''ὀλῐγαῦλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον [[ὀλιγῶλαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, having but little arable land, AP6.226 (Leon., ὀλιγόλαυξ cod.Pal.; ὀλιγῶλαξ (Dor.) Brunck).
German (Pape)
[Seite 320] ακος, = ὀλιγῶλαξ, Suid.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
qui n’a que peu de terre arable.
Étymologie: ὀλίγος, αὖλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον ὀλιγῶλαξ.
Greek Monolingual
ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ-αύλαξ)].
Greek Monotonic
ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει λίγη καλλιεργήσιμη γη, σε Ανθ.