ὑδροχόος: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] 1) Wasser gießend, ergießend, Sp. – 2) ὁ [[ὑδροχόος]], der Wassermann, als Gestirn; Strat. 41 (XII, 199); Maneth. 2, 95; S. Emp. adv. astrol. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] 1) Wasser gießend, ergießend, Sp. – 2) ὁ [[ὑδροχόος]], der Wassermann, als Gestirn; Strat. 41 (XII, 199); Maneth. 2, 95; S. Emp. adv. astrol. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />le Verseau <i>litt.</i> qui verse de l'eau, <i>signe du Zodiaque</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[χέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδροχόος''': ὁ, (χέω) ὁ χέων [[ὕδωρ]], [[ὄνομα]] ἀστερισμοῦ, Aquarius, Πλούτ. 2. 908C, Ἀνθ. Π. 12. 199· - δοτ. ὑδροχοῆι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑδροχοεὺς) Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ὑδροχόῳ, Ἄρατ. 389, Νόνν. Δ. 23. 315. | |lstext='''ὑδροχόος''': ὁ, (χέω) ὁ χέων [[ὕδωρ]], [[ὄνομα]] ἀστερισμοῦ, Aquarius, Πλούτ. 2. 908C, Ἀνθ. Π. 12. 199· - δοτ. ὑδροχοῆι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑδροχοεὺς) Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ὑδροχόῳ, Ἄρατ. 389, Νόνν. Δ. 23. 315. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (χέω)
A water-pourer, name of the constellation Aquarius, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Placit.1.6.6, Euc.Phaen.p.12 M., cf. AP12.199 (Strat.); contr. ὑδροχοῦς, Supp.Epigr.7.363.5, al. (Dura-Europus, ii A. D.):—dat. ὑδροχοῆϊ (as if from ὑδροχοεύς), Ep. for the common ὑδροχόῳ, Arat. 389, Nonn.D.23.315.
II name of an Egyptian month, = Φαρμοῦθι (Pharmouthi, Parmouti), POxy.465.11 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1174] 1) Wasser gießend, ergießend, Sp. – 2) ὁ ὑδροχόος, der Wassermann, als Gestirn; Strat. 41 (XII, 199); Maneth. 2, 95; S. Emp. adv. astrol. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le Verseau litt. qui verse de l'eau, signe du Zodiaque.
Étymologie: ὕδωρ, χέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροχόος: ὁ, (χέω) ὁ χέων ὕδωρ, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Aquarius, Πλούτ. 2. 908C, Ἀνθ. Π. 12. 199· - δοτ. ὑδροχοῆι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑδροχοεὺς) Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ὑδροχόῳ, Ἄρατ. 389, Νόνν. Δ. 23. 315.
Greek Monolingual
ο / ὑδροχόος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὑδρηχόος και ὑδρήχοος, -ον, και συνηρ. τ. αρσ. ὑδροχοῦς, Α
1. αυτός που χύνει νερό
2. ως κύριο όν. (ο) Υδροχόος
ονομασία του ενδέκατου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου
αρχ.
ονομασία ενός αιγυπτιακού μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χόος (< χέω), πρβλ. οινοχόος.
Greek Monotonic
ὑδροχόος: ὁ (χέω), αυτός που χύνει νερό, όνομα του αστερισμού Aquarius, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδροχόος: ὁ Anth., Plut. = ὑδρηχόος II, 1.
Middle Liddell
ὑδρο-χόος, ὁ, [χέω]
the water-pourer, name of the constellation Aquarius, Anth.