ῥύπον: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "[<b class="b3">ῠ], τό,</b>" to "[ῠ], τό,")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] τό, hat man = [[ῥύπος]] angenommen wegen des plur. [[ῥύπα]], ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] τό, hat man = [[ῥύπος]] angenommen wegen des plur. [[ῥύπα]], ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />crasse, saleté ; <i>fig.</i> souillure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥύπον''': [ῡ], τό, = [[ὀρός]], «[[ὀρός]]: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. [[ῥύπον]])· ἔστι δὲ [[ὑποστάθμη]] γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. [[ὀρός]]: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.
|lstext='''ῥύπον''': [ῡ], τό, = [[ὀρός]], «[[ὀρός]]: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. [[ῥύπον]])· ἔστι δὲ [[ὑποστάθμη]] γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. [[ὀρός]]: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />crasse, saleté ; <i>fig.</i> souillure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[τυρόγαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] (<i>τὸ</i>) «[[κρούστα]] τυριού» [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>].
|mltxt=τὸ, Α<br />το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[τυρόγαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] (<i>τὸ</i>) «[[κρούστα]] τυριού» [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>].
}}
}}

Revision as of 18:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠ́πον Medium diacritics: ῥύπον Low diacritics: ρύπον Capitals: ΡΥΠΟΝ
Transliteration A: rhýpon Transliteration B: rhypon Transliteration C: rypon Beta Code: r(u/pon

English (LSJ)

[ῠ], τό, = ὀρός, whey, Phot.

German (Pape)

[Seite 852] τό, hat man = ῥύπος angenommen wegen des plur. ῥύπα, ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
crasse, saleté ; fig. souillure.
Étymologie: ῥύπος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπον: [ῡ], τό, = ὀρός, «ὀρός: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. ῥύπον)· ἔστι δὲ ὑποστάθμη γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. ὀρός: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το τυρόγαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε -ον].