Κρονίδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br />fils de Cronos, <i>càd</i> Zeus.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />fils de Cronos, <i>càd</i> Zeus.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''Κρονίδης''': ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ [[συνημμένως]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[Κρονίδης]]· πρβλ. [[Κρονίων]], [[Κρόνος]]· ― [[γέρων]], [[γηραλέος]] [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.
|elnltext=Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).
}}
{{elru
|elrutext='''Κρονίδης:''' дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. [[βύθιος]] - см. [[βύθιος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''Κρονίδης:''' [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο [[γιος]] του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
|lsmtext='''Κρονίδης:''' [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο [[γιος]] του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''Κρονίδης:''' дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. [[βύθιος]] - см. [[βύθιος]].
|lstext='''Κρονίδης''': ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ [[συνημμένως]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[Κρονίδης]]· πρβλ. [[Κρονίων]], [[Κρόνος]]· ― [[γέρων]], [[γηραλέος]] [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.
}}
{{elnl
|elnltext=Κρονίδης -ου, , Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Κρονῐ́δης, ου,<br />patronym., son of [[Cronus]], i. e. [[Zeus]], Hom.
|mdlsjtxt=Κρονῐ́δης, ου,<br />patronym., son of [[Cronus]], i. e. [[Zeus]], Hom.
}}
}}

Revision as of 19:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονῐ́δης Medium diacritics: Κρονίδης Low diacritics: Κρονίδης Capitals: ΚΡΟΝΙΔΗΣ
Transliteration A: Kronídēs Transliteration B: Kronidēs Transliteration C: Kronidis Beta Code: *kroni/dhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, Patron., A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al. II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).

Russian (Dvoretsky)

Κρονίδης: дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. βύθιος - см. βύθιος.

English (Autenrieth)

son of Cronus, Zeus, often used alone without Ζεύς, Il. 4.5.

Greek Monolingual

Κρονίδης, ὁ (Α)
1. ο γιος του θεού Κρόνου, ο Ζευς («Ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη...» Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. oἱ Κρονίδαι
οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κεχροπ-ίδης, Κενταυρ-ίδης)].

Greek Monotonic

Κρονίδης: [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.

Middle Liddell

Κρονῐ́δης, ου,
patronym., son of Cronus, i. e. Zeus, Hom.