διαλλακτήρ: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />conciliateur, médiateur, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[διαλλάσσω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />conciliateur, médiateur, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[διαλλάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διαλλακτήρ -ῆρος, ὁ [διαλλάττω] bemiddelaar. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαλλακτήρ:''' ῆρος ὁ Aesch. = [[διαλλακτής]]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαλλακτήρ:''' ὁ, διαμεσολαβητής, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''διαλλακτήρ:''' ὁ, διαμεσολαβητής, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαλλακτήρ''': ὁ, [[μεσίτης]] πρὸς διαλαγήν, συνδιαλλακτής, Ἡρόδ. 4. 161, Αἰσχύλ. Θήβ. 908. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, mediator, A.Th.908 (lyr.), OGI 43.2 (iii B.C.), D.H.2.76, App.Mac.4, Poll.1.153.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 conciliador, mediador διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις el conciliador no (deja de merecer) el reproche de sus amigos A.Th.908.
2 polít. y jur. árbitro, mediador δικαστὰς καὶ διαλλ[ακτῆρας τοὺ] ς διακρι<ν>οῦντας περὶ τῶν ἀμφ[ισβητουμέν] ων συμβολαίων ICos ED 129.2 (III a.C.), εἴ τις αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους συνέστη πόλεμος διαλλακτῆρας ἐποιοῦντο Ῥωμαίους D.H.2.76, cf. App.Mac.4.
German (Pape)
[Seite 587] ῆρος, ὁ, Aussöhner, Friedensstifter, Aesch. Spt. 908; Dion. Hal. 2, 76.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
conciliateur, médiateur, arbitre.
Étymologie: διαλλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλλακτήρ -ῆρος, ὁ [διαλλάττω] bemiddelaar.
Russian (Dvoretsky)
διαλλακτήρ: ῆρος ὁ Aesch. = διαλλακτής.
Greek Monotonic
διαλλακτήρ: ὁ, διαμεσολαβητής, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαλλακτήρ: ὁ, μεσίτης πρὸς διαλαγήν, συνδιαλλακτής, Ἡρόδ. 4. 161, Αἰσχύλ. Θήβ. 908.
Middle Liddell
[from διαλάσσω]
a mediator, Hdt., Aesch.