διακαής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ής, ές :<br />ardent.<br />'''Étymologie:''' [[διακαίω]].
|btext=ής, ές :<br />ardent.<br />'''Étymologie:''' [[διακαίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διακᾰής''': -ές, ([[διακαίω]]) καθ’ ὑπερβολὴν καίων, [[διάπυρος]], Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 21· τῷ ζήλῳ δ. Λουκ. π. Οἴκ. 31. ―Ἐπίρρ. [[διακαῶς]] Ἀλκίφρων 1. 27.
|elnltext=διακαής -ές [διακαίω] gloeiend; overdr.. τῷ ζήλῳ διακαής gloeiend van jaloezie Luc. 10.31.
}}
{{elru
|elrutext='''διακαής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сильно прогретый]], [[раскаленный]] ([[ἀήρ]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[разгоряченный]], [[распаленный]] (ζήλῳ Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διακᾰής:''' -ές ([[διακαίω]]), αυτός που καίει υπερβολικά, [[καυτός]], [[πύρινος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διακᾰής:''' -ές ([[διακαίω]]), αυτός που καίει υπερβολικά, [[καυτός]], [[πύρινος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διακαής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сильно прогретый]], [[раскаленный]] ([[ἀήρ]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[разгоряченный]], [[распаленный]] (ζήλῳ Luc.).
|lstext='''διακᾰής''': -ές, ([[διακαίω]]) καθ’ ὑπερβολὴν καίων, [[διάπυρος]], Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 21· τῷ ζήλῳ δ. Λουκ. π. Οἴκ. 31. ―Ἐπίρρ. [[διακαῶς]] Ἀλκίφρων 1. 27.
}}
{{elnl
|elnltext=διακαής -ές [διακαίω] gloeiend; overdr.. τῷ ζήλῳ διακαής gloeiend van jaloezie Luc. 10.31.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διακᾰής, ές [[διακαίω]]<br />[[burnt]] [[through]], [[very]] hot, Luc.
|mdlsjtxt=διακᾰής, ές [[διακαίω]]<br />[[burnt]] [[through]], [[very]] hot, Luc.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰής Medium diacritics: διακαής Low diacritics: διακαής Capitals: ΔΙΑΚΑΗΣ
Transliteration A: diakaḗs Transliteration B: diakaēs Transliteration C: diakais Beta Code: diakah/s

English (LSJ)

ές, (διακαίω) burnt through, very hot, cj. in Thphr.Vent. 21, cf. Gal.11.21, etc.; ἀήρ Luc.Anach.16; πυρετοί Simp.in Cael. 602.9: metaph., τῷ ζήλῳ δ. Luc.Dom.31. Adv. διακαῶς Alciphr.1.27, Alex.Trall.Febr.2.

Spanish (DGE)

-ές
I 1muy caliente, ardiente de enfermos con fiebre, Hp.Coac.176 (cód.), (πυρετοί) Gal.11.65, cf. 10.759, Alex.Aphr.Pr.1.83, Simp.in Cael.602.9, καῦσοι Alex.Trall.1.325.22
subst. τὸ δ. el ardor Gal.11.21
incandescente πῦρ Plu.2.935a, ἀὴρ ... δ. aire abrasador Luc.Anach.16, de la luna σῶμα δ. cuerpo incandescente Plu.2.940b.
2 incendiado, encendido συρφετός Plu.2.824f
fig. de pers. encendido ref. sentimientos δ. ἦν ὁ σατράπης θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας Hld.8.2.3, τῷ ζήλῳ δ. inflamado por los celos Luc.Dom.31, de los ojos ξηρότητι διακαεῖς inflamados por la sequedad Adam.2.36, de colores δ. χρῶμα color vivo Plu.2.934b.
II adv. διακαῶς = ardientemente ref. al amor φλεγόμενος Alciphr.2.6.2, πυρέττειν Alex.Trall.1.327.1, δ. περὶ τὴν ἱππικὴν ... διακείμενος Tz.Comm.Ar.2.384.5.

German (Pape)

[Seite 580] ές, durchglüht, sehr heiß; ἀὴρ ξηρὸς καὶ δ. Luc. Gymn. 16; Medic.; auch übertr., ζήλῳ δ., von Eifersucht, Luc. dom. 31. – Adv., διακαῶς ἐρᾶν, Alciphr. 3, 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ardent.
Étymologie: διακαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακαής -ές [διακαίω] gloeiend; overdr.. τῷ ζήλῳ διακαής gloeiend van jaloezie Luc. 10.31.

Russian (Dvoretsky)

διακαής:
1) сильно прогретый, раскаленный (ἀήρ Luc.);
2) перен. разгоряченный, распаленный (ζήλῳ Luc.).

Greek Monolingual

-ές (AM διακαής, -ές)
Ι. 1. διάπυρος, πυρακτωμένος, υπερβολικά θερμός
νεοελλ.
(για συναισθήματα) θερμός, φλογερός, έντονος
II. επίρρ. διακαώς (AM διακαῶς)
νεοελλ.
έντονα, φλογερά
αρχ.-μσν.
με υπερβολική θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + θ. του εκάην αόρ. του καίω].

Greek Monotonic

διακᾰής: -ές (διακαίω), αυτός που καίει υπερβολικά, καυτός, πύρινος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διακᾰής: -ές, (διακαίω) καθ’ ὑπερβολὴν καίων, διάπυρος, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 21· τῷ ζήλῳ δ. Λουκ. π. Οἴκ. 31. ―Ἐπίρρ. διακαῶς Ἀλκίφρων 1. 27.

Middle Liddell

διακᾰής, ές διακαίω
burnt through, very hot, Luc.