διαμισέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br />avoir une haine profonde.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μισέω]].
|btext=-ῶ :<br />avoir une haine profonde.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μισέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμῑσέω''': μισῶ ἀπὸ καρδίας, πολύ, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 8, Πλούτ. Τιμολ. 35.
|elnltext=δια-μισέω diep haten.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμῑσέω:''' [[глубоко ненавидеть]] (τι Arst.; [[νῆσος]] διαμεμισημένη Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμῑσέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μισώ]] από καρδιάς, [[μισώ]] [[βαθιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
|lsmtext='''διαμῑσέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μισώ]] από καρδιάς, [[μισώ]] [[βαθιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμῑσέω:''' [[глубоко ненавидеть]] (τι Arst.; [[νῆσος]] διαμεμισημένη Plut.).
|lstext='''διαμῑσέω''': μισῶ ἀπὸ καρδίας, πολύ, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 8, Πλούτ. Τιμολ. 35.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-μισέω diep haten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[hate]] [[bitterly]], Arist., Plut.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[hate]] [[bitterly]], Arist., Plut.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμῑσέω Medium diacritics: διαμισέω Low diacritics: διαμισέω Capitals: ΔΙΑΜΙΣΕΩ
Transliteration A: diamiséō Transliteration B: diamiseō Transliteration C: diamiseo Beta Code: diamise/w

English (LSJ)

hate bitterly, Arist.Pol.1274a34, Ph.1.396, J.BJ4.5.4, Plu.Tim.35 (Pass.), Ant.Lib.12.2 (Pass.).

Spanish (DGE)

odiar τὸν ἔρωτα τὸν τῆς μητρός Arist.Pol.1274a34, τὸ αὐστηρὸν καὶ περίσεμνον Ph.1.396, cf. 439, τὸ φονεύειν ἀνέδην I.BI 4.334, en v. pas. νῆσος ... διαμεμισημένη ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Plu.Tim.35, cf. I.BI 1.123, Ant.Lib.12.2.

German (Pape)

[Seite 590] von Grund aus hassen, Arist. Polit. 2, 12; Plut. Timol. 85 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une haine profonde.
Étymologie: διά, μισέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μισέω diep haten.

Russian (Dvoretsky)

διαμῑσέω: глубоко ненавидеть (τι Arst.; νῆσος διαμεμισημένη Plut.).

Greek Monotonic

διαμῑσέω: μέλ. -ήσω, μισώ από καρδιάς, μισώ βαθιά, σε Αριστ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑσέω: μισῶ ἀπὸ καρδίας, πολύ, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 8, Πλούτ. Τιμολ. 35.

Middle Liddell

fut. ήσω
to hate bitterly, Arist., Plut.