διακάθαρσις: Difference between revisions

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> purification complète;<br /><b>2</b> émondage.<br />'''Étymologie:''' [[διακαθαίρω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> purification complète;<br /><b>2</b> émondage.<br />'''Étymologie:''' [[διακαθαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διακάθαρσις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[κάθαρσις]], καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.
|elnltext=διακάθαρσις -εως, ἡ [διακαθαίρω] (grondige) reiniging.
}}
{{elru
|elrutext='''διακάθαρσις:''' εως ἡ [[тщательная чистка]], [[очищение]] Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διακάθαρσις:''' -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ [[καθάρισμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διακάθαρσις:''' -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ [[καθάρισμα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διακάθαρσις:''' εως ἡ [[тщательная чистка]], [[очищение]] Plat.
|lstext='''διακάθαρσις''': -εως, , ἐντελὴς [[κάθαρσις]], καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=διακάθαρσις -εως, ἡ [διακαθαίρω] (grondige) reiniging.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διακάθαρσις]], εως [from [[διακαθαίρω]]<br />a [[thorough]] [[cleansing]], Plat.
|mdlsjtxt=[[διακάθαρσις]], εως [from [[διακαθαίρω]]<br />a [[thorough]] [[cleansing]], Plat.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰθαρσις Medium diacritics: διακάθαρσις Low diacritics: διακάθαρσις Capitals: ΔΙΑΚΑΘΑΡΣΙΣ
Transliteration A: diakátharsis Transliteration B: diakatharsis Transliteration C: diakatharsis Beta Code: diaka/qarsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A thorough cleansing or purging, Pl.Lg.735d; ὤτων Erot.s.v. διαπτερώσιες. II pruning, Thphr.HP2.7.2, CP3.7.5, dub.l. in Corn.ND 27.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 purificación completa, plu. formas de depuración πολλῶν οὐσῶν τῶν διακαθάρσεων de una ciu., Pl.Lg.735d, τοῦ ὄμματος Procl.in Ti.1.30, cf. Dam.Pr.49
medic. purgación ὤτων Erot.34.5, Gal.12.649, Paul.Aeg.7.11.17.
2 de árboles poda, escamonda τῶν δένδρων Thphr.CP 2.12.6, cf. 3.7.5, HP 2.7.1, 3, τοῦ ὅλου φοινικῶνος PSoterichos 4.26 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 580] ἡ, die Reinigung, Plat. Legg. V, 735 d; bes. von Bäumen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 purification complète;
2 émondage.
Étymologie: διακαθαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακάθαρσις -εως, ἡ [διακαθαίρω] (grondige) reiniging.

Russian (Dvoretsky)

διακάθαρσις: εως ἡ тщательная чистка, очищение Plat.

Greek Monolingual

η (AM διακάθαρσις) διακαθαίρω
1. πλήρης κάθαρση, εξαγνισμός
2. το κλάδεμα τών δέντρων.

Greek Monotonic

διακάθαρσις: -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ καθάρισμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διακάθαρσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς κάθαρσις, καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

διακάθαρσις, εως [from διακαθαίρω
a thorough cleansing, Plat.