διασκοπιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> observer tout alentour;<br /><b>2</b> discerner, distinguer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκοπιά]].
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> observer tout alentour;<br /><b>2</b> discerner, distinguer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκοπιά]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διασκοπιάομαι''': ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, [[κατασκοπεύω]], σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ [[διακρίνω]], παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.
|elnltext=διασκοπιάομαι [διασκέπτομαι] goed bekijken; onderscheiden.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκοπιάομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высматривать]], [[обозревать]], [[разведывать]] (ἕκαστα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[распознавать]], [[различать]] (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διασκοπιάομαι:''' αποθ., [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] όπως σε [[σκοπιά]], [[κατασκοπεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε ίδ.
|lsmtext='''διασκοπιάομαι:''' αποθ., [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] όπως σε [[σκοπιά]], [[κατασκοπεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διασκοπιάομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высматривать]], [[обозревать]], [[разведывать]] (ἕκαστα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[распознавать]], [[различать]] (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).
|lstext='''διασκοπιάομαι''': ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, [[κατασκοπεύω]], σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ [[διακρίνω]], παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.
}}
{{elnl
|elnltext=διασκοπιάομαι [διασκέπτομαι] goed bekijken; onderscheiden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[watch]] as from a [[σκοπιά]], to spy out, Il.:— to [[discern]], [[distinguish]], Il.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[watch]] as from a [[σκοπιά]], to spy out, Il.:— to [[discern]], [[distinguish]], Il.
}}
}}

Revision as of 20:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκοπιάομαι Medium diacritics: διασκοπιάομαι Low diacritics: διασκοπιάομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΟΠΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diaskopiáomai Transliteration B: diaskopiaomai Transliteration C: diaskopiaomai Beta Code: diaskopia/omai

English (LSJ)

watch as from a σκοπιά: hence, spy out, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, of Dolon, Il.10.388; discern, distinguish, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον 17.252.

Spanish (DGE)

avistar desde la atalaya de donde espiar σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα de Dolón Il.10.388
distinguir ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον ἡγεμόνων Il.17.252.

German (Pape)

[Seite 602] ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 observer tout alentour;
2 discerner, distinguer.
Étymologie: διά, σκοπιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασκοπιάομαι [διασκέπτομαι] goed bekijken; onderscheiden.

Russian (Dvoretsky)

διασκοπιάομαι:
1) высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);
2) распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).

English (Autenrieth)

spy out, Il. 10.388 and Il. 17.252.

Greek Monotonic

διασκοπιάομαι: αποθ., παρατηρώ ολόγυρα όπως σε σκοπιά, κατασκοπεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατηρώ, διακρίνω, σε ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκοπιάομαι: ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, κατασκοπεύω, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ διακρίνω, παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.

Middle Liddell


Dep. to watch as from a σκοπιά, to spy out, Il.:— to discern, distinguish, Il.