κατευωχέομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-οῦμαι;<br />se régaler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐωχέω]].
|btext=-οῦμαι;<br />se régaler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐωχέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατευωχέομαι''': ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[παρέχω]] εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.
|elnltext=κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.
}}
{{elru
|elrutext='''κατευωχέομαι:''' [[угощаться]], [[устраивать пир]], [[пировать]] (ἑψήσαντες τὰ [[κρέα]] κατευωχέονται, sc. οἱ [[Σκύθαι]] Her.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατευωχέομαι:''' αποθ., [[ευωχούμαι]], [[γλεντοκοπώ]] και [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατευωχέομαι:''' αποθ., [[ευωχούμαι]], [[γλεντοκοπώ]] και [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατευωχέομαι:''' [[угощаться]], [[устраивать пир]], [[пировать]] (ἑψήσαντες τὰ [[κρέα]] κατευωχέονται, sc. οἱ [[Σκύθαι]] Her.).
|lstext='''κατευωχέομαι''': ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[παρέχω]] εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[feast]] and make [[merry]], Hdt.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[feast]] and make [[merry]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευωχέομαι Medium diacritics: κατευωχέομαι Low diacritics: κατευωχέομαι Capitals: ΚΑΤΕΥΩΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kateuōchéomai Transliteration B: kateuōcheomai Transliteration C: katevocheomai Beta Code: kateuwxe/omai

English (LSJ)

A feast and make merry on, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Hdt. 1.216, cf. 3.99, Str.3.3.7; βοῦν Plu.2.363c. 2 later in Act., feast, entertain, τινα J.AJ11.6.1:—Pass., ib.6.1.3, al.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se régaler.
Étymologie: κατά, εὐωχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.

Russian (Dvoretsky)

κατευωχέομαι: угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται, sc. οἱ Σκύθαι Her.).

Greek Monotonic

κατευωχέομαι: αποθ., ευωχούμαι, γλεντοκοπώ και χαίρομαι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατευωχέομαι: ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., παρέχω εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.

Middle Liddell


Dep. to feast and make merry, Hdt.