Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολυμβίς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ίδος (ἡ) :<br />plongeon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόλυμβος]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />plongeon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόλυμβος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κολυμβίς''': -ίδος, ἡ, κολυμβῶσα, [[ὄνομα]] πτηνοῦ τινος δυτικοῦ, [[ἴσως]] ἀγρία [[νῆσσα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πρβλ. κολυμβὰς ΙΙ. 1· ― ὡς ἐπίθ., κ. αἴθυιαι Ἄρατ. 296.
|elnltext=κολυμβίς -ίδος, ἡ [κόλυμβος] fuut (watervogel).
}}
{{elru
|elrutext='''κολυμβίς:''' ίδος ἡ предполож. птица нырок Arph., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κολυμβίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[θαλασσοπούλι]], «[[γλαροπούλι]]», σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κολυμβίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[θαλασσοπούλι]], «[[γλαροπούλι]]», σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κολυμβίς:''' ίδος ἡ предполож. птица нырок Arph., Arst.
|lstext='''κολυμβίς''': -ίδος, ἡ, κολυμβῶσα, [[ὄνομα]] πτηνοῦ τινος δυτικοῦ, [[ἴσως]] ἀγρία [[νῆσσα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πρβλ. κολυμβὰς ΙΙ. 1· ― ὡς ἐπίθ., κ. αἴθυιαι Ἄρατ. 296.
}}
{{elnl
|elnltext=κολυμβίς -ίδος, ἡ [κόλυμβος] fuut (watervogel).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβίς Medium diacritics: κολυμβίς Low diacritics: κολυμβίς Capitals: ΚΟΛΥΜΒΙΣ
Transliteration A: kolymbís Transliteration B: kolymbis Transliteration C: kolymvis Beta Code: kolumbi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, diver, name of a bird, prob. grebe, Podiceps minor, Ar.Av.304, Arist.HA593b17, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d; cf. κολυμβάς 11.1: as adjective, κ. αἴθυιαι Arat.296.

German (Pape)

[Seite 1476] ίδος, ἡ, = κολυμβάς, eine Entenart; Ar. Av. 306, vgl. Ath. IX, 395 d; Arist. H. A. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
plongeon, oiseau.
Étymologie: κόλυμβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβίς -ίδος, ἡ [κόλυμβος] fuut (watervogel).

Russian (Dvoretsky)

κολυμβίς: ίδος ἡ предполож. птица нырок Arph., Arst.

Greek Monolingual

κολυμβίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλυμβος
1. κολυμβήτρια
2. είδος πτηνού, πιθ. η άγρια πάπια.

Greek Monotonic

κολυμβίς: -ίδος, ἡ, θαλασσοπούλι, «γλαροπούλι», σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβίς: -ίδος, ἡ, κολυμβῶσα, ὄνομα πτηνοῦ τινος δυτικοῦ, ἴσως ἡ ἀγρία νῆσσα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πρβλ. κολυμβὰς ΙΙ. 1· ― ὡς ἐπίθ., κ. αἴθυιαι Ἄρατ. 296.

Middle Liddell

κολυμβίς, ίδος
a sea-bird, a diver, Ar. [from κόλυμβος

English (Woodhouse)

diver bird

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)