κρεκάδια: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ων ([[τά]]) :<br />tentures.<br />'''Étymologie:''' [[κρέκω]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />tentures.<br />'''Étymologie:''' [[κρέκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρεκάδια''': -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, [[κρεκάδια]] αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.
|elnltext=κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεκάδια:''' (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κρεκάδια:''' -ων, τά ([[κρέκω]]), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρεκάδια:''' -ων, τά ([[κρέκω]]), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρεκάδια:''' (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).
|lstext='''κρεκάδια''': -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, [[κρεκάδια]] αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρεκάδια]], ων, τά, [[κρέκω]]<br />a [[kind]] of [[tapestry]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κρεκάδια]], ων, τά, [[κρέκω]]<br />a [[kind]] of [[tapestry]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεκάδια Medium diacritics: κρεκάδια Low diacritics: κρεκάδια Capitals: ΚΡΕΚΑΔΙΑ
Transliteration A: krekádia Transliteration B: krekadia Transliteration C: krekadia Beta Code: kreka/dia

English (LSJ)

ων, τά, a kind of tapestry, Ar.V.1215.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.

Russian (Dvoretsky)

κρεκάδια: (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).

Greek Monolingual

κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].

Greek Monotonic

κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.

Middle Liddell

κρεκάδια, ων, τά, κρέκω
a kind of tapestry, Ar.