κνημιδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui porte des jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[κνημίς]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte des jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[κνημίς]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κνημῑδοφόρος''': -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.
|elnltext=κνημιδοφόρος -ον [κνημίς, φέρω] scheenplaten dragend.
}}
{{elru
|elrutext='''κνημῑδοφόρος:''' [[имеющий на голенях кнемиды]], [[носящий поножи]] (Λύκιοι Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κνημῑδοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κνημῑδοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κνημῑδοφόρος:''' [[имеющий на голенях кнемиды]], [[носящий поножи]] (Λύκιοι Her.).
|lstext='''κνημῑδοφόρος''': -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.
}}
{{elnl
|elnltext=κνημιδοφόρος -ον [κνημίς, φέρω] scheenplaten dragend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κνημῑδο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />wearing [[greaves]], Hdt.
|mdlsjtxt=κνημῑδο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />wearing [[greaves]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:51, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημῑδοφόρος Medium diacritics: κνημιδοφόρος Low diacritics: κνημιδοφόρος Capitals: ΚΝΗΜΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: knēmidophóros Transliteration B: knēmidophoros Transliteration C: knimidoforos Beta Code: knhmidofo/ros

English (LSJ)

ον, wearing greaves, Hdt.7.92:—also κνημ-ῑδωτός, ή, όν, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1460] Beinschienen tragend, Her. 7, 92.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des jambarts.
Étymologie: κνημίς, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνημιδοφόρος -ον [κνημίς, φέρω] scheenplaten dragend.

Russian (Dvoretsky)

κνημῑδοφόρος: имеющий на голенях кнемиды, носящий поножи (Λύκιοι Her.).

Greek Monolingual

-ο (Α κνημιδοφόρος, -ον)
αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς-, -ῖδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κνημῑδοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κνημῑδοφόρος: -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.

Middle Liddell

κνημῑδο-φόρος, ον φέρω
wearing greaves, Hdt.