κυμοδέγμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui reçoit les flots, baigné par les flots.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[δέχομαι]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui reçoit les flots, baigné par les flots.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῡμοδέγμων''': -ον, ἐπὶ θαλασσίας ἀκτῆς, ἡ δεχομένη τὰ κύματα, [[ἀκτὴ]] Εὐρ. Ἱππ. 1173.
|elnltext=κυμοδέγμων -ον [κῦμα, δέχομαι] door golven bespoeld.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡμοδέγμων:''' 2, gen. ονος принимающий на себя удары волн ([[ἀκτή]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κῡμοδέγμων:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''κῡμοδέγμων:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῡμοδέγμων:''' 2, gen. ονος принимающий на себя удары волн ([[ἀκτή]] Eur.).
|lstext='''κῡμοδέγμων''': -ον, ἐπὶ θαλασσίας ἀκτῆς, ἡ δεχομένη τὰ κύματα, [[ἀκτὴ]] Εὐρ. Ἱππ. 1173.
}}
{{elnl
|elnltext=κυμοδέγμων -ον [κῦμα, δέχομαι] door golven bespoeld.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡμο-δέγμων, ον, [[δέχομαι]]<br />[[meeting]] the waves, Eur.
|mdlsjtxt=κῡμο-δέγμων, ον, [[δέχομαι]]<br />[[meeting]] the waves, Eur.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμοδέγμων Medium diacritics: κυμοδέγμων Low diacritics: κυμοδέγμων Capitals: ΚΥΜΟΔΕΓΜΩΝ
Transliteration A: kymodégmōn Transliteration B: kymodegmōn Transliteration C: kymodegmon Beta Code: kumode/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, receiving or meeting the waves, ἀκτή E. Hipp.1173.

German (Pape)

[Seite 1531] ἀκτή, die Fluth empfangend, aufnehmend, Eur. Hipp. 1173.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui reçoit les flots, baigné par les flots.
Étymologie: κῦμα, δέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμοδέγμων -ον [κῦμα, δέχομαι] door golven bespoeld.

Russian (Dvoretsky)

κῡμοδέγμων: 2, gen. ονος принимающий на себя удары волн (ἀκτή Eur.).

Greek Monolingual

κυμοδέγμων, κυμόδεγμον, -όνος (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, οικοδέγμων].

Greek Monotonic

κῡμοδέγμων: -ον (δέχομαι), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμοδέγμων: -ον, ἐπὶ θαλασσίας ἀκτῆς, ἡ δεχομένη τὰ κύματα, ἀκτὴ Εὐρ. Ἱππ. 1173.

Middle Liddell

κῡμο-δέγμων, ον, δέχομαι
meeting the waves, Eur.